KEIMENA

40 Σχόλια

21 03 2008
Tierra Izquierda

Συντρόφισσες, Σύντροφοι

Σε αυτόν τον χώρο, θα αναρτώνται πρωτότυπα κείμενα θέσεων-προτάσεων, που μας στέλνετε με e-mail (μπορείτε να χρησιμοποιείτε τα e-mail: th.kanakis@yahoo.gr , tkanakis@tellas.gr)

Ας αποφύγουμε εδώ την αναδημοσίευση άρθρων και αναλύσεων.
Σε περίπτωση που θελήσετε να παραθέσετε ενδιαφέροντα άρθρα ή απόψεις που τυχόν διαβάσατε κάπου αλλού,
μπορείτε να το κάνετε στο «Forum Διαλόγου», δημοσιεύοντας είτε το πλήρες κείμενο ή κάποιο link.

Εδώ λοιπόν, είναι η «αρχειοθήκη» μας.

31 03 2008
Tierra Izquierda

Από τον Δημήτρη Κουμάνταρο

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ

Πίστεψα ότι «ελευθερία είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας». Ότι η «αναγκαιότητα είναι η ταξική πάλη», αυτή είναι ο νόμος της ιστορικής εξέλιξης. Άρα εφ’ όσον υπηρετήσω την αναγκαιότητα κι ενταχθώ στην ταξική πάλη, θα νοιώσω και θα είμαι ελεύθερος.
Ότι όταν καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία και καταργηθούν και οι τάξεις, θα πάψει η καταπίεση και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Πιστεύω ότι η ελευθερία είναι η συνείδηση της αβεβαιότητας. Ότι δεν είμαι σε θέση να συλλάβω την αναγκαιότητα στο σύνολό της, γιατί είμαι μέρος της, ένα υπό κείμενο, όπως όλοι είμαστε υπό κείμενα. Επίσης ότι η ελευθερία ως έννοια απόλυτης λύτρωσης ή ευ-τυχίας είναι μια φενάκη. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος από το σκαρί μου, τους γονείς μου, την οικογένειά μου, το γεωφυσικό, το κοινωνικό περιβάλλον. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος από το θάνατο, την α-σθένεια, τις κακουχίες από τη φύση κι από συνανθρώπους, από μια ερωτική απόριψη, από τις ανάγκες του εαυτού μου.

Πιστεύω επίσης ότι η ιστορική εξέλιξη δεν καθορίζεται μόνο από την ταξική πάλη, την πάλη για την οικονομική ιδιοκτησία και τα οικονομικά αγαθά, την πάλη για την επιβίωση. Αλλά ταυτόχρονα και σε ένα αξεδιάλυτο σύνολο κι από την πάλη για την αναπαραγωγή της επιβίωσης, δηλαδή τον ερωτικό ανταγωνισμό.
Όταν ο άλλος μου πάρει τη γυναίκα που επιθυμώ, για άλλους τον άνδρα, κανένα κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί αυτό να το ανατρέψει. Θα μπορούσε ίσως να το ανατρέψει, αν κι εγώ αποκτούσα μεγάλο υλικό πλούτο ή πολιτική ή όποια άλλη εξουσία. Μία από τα ίδια δηλαδή, χαλίφης στη θέση του χαλίφη.
Νοιώθω ότι όσο μαζικότερα παραδεχτούμε το ρόλο του ερωτικού ανταγωνισμού, τόσο πιο εύκολο είναι να βρούμε καλύτερες μορφές κοινωνικής συμβίωσης. Με τη έννοια ότι θα χρησιμοποιούμε λιγότερα ιδεολογικά και πολιτικά προσχήματα, για να δικαιολογήσουμε τον μεταξύ μας ανταγωνισμό.

Σε ότι αφορά την άλλη αρχική αριστερή μου πεποίθηση, περί κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, μέσω της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας, έχω επίσης μια σειρά από ερωτήματα. Δεν θα υπάρχει και τότε εκμετάλλευση, μέσω της υπεροχής ή της μειονεξίας στη φυσικά κληροδοτημένη σωματική ρώμη, στην εμφάνιση, στην υγεία, στις χ ή ψ διανοητικές ικανότητες και δεξιότητες;
Και μέχρι ποιού σημείου θα καταργηθεί η ατομική διοκτησία και με ποιό τρόπο θα καταργηθεί, με τη βία; Και η βία δεν θα προκαλέσει αντιβία;
Και ποιός και πως, με ποιόν έλεγχο, δίχως να αποκτήσει κι αυτός ιδιαίτερα προνόμια, θα διαχειριστεί τη συλλογική ιδιοκτησία;

Προσωπικά προτιμώ αντί να έχω πισίνα, να έχω καθαρή θάλασσα. Θα μου άρεσε επίσης, για πολλούς λόγους, κανείς να μην έχει πισίνα. Προτιμώ όμως, αυτόν που έχει, να μην επιδιώξω να του την πάρω με τη βία, αλλά είτε να τον πείσω ότι είναι ανόητος που προτιμά το γλυκό από το θαλασσινό νερό, είτε με άλλους τρόπους να τον αποθαρρύνω.

Κρατάω από την αριστερά το μεταρρυθμιστικό πνεύμα, τη διάθεση αλλαγής καταστημένων δομών κι εξουσιών που εμποδίζουν μια καλύτερη ατομική και συλλογική ζωή. Το συλλογικό πνεύμα και την αίσθηση της κοινότητας. Την άποψη ότι οι ιδέες των ανθρώπων καθορίζονται από τον τρόπο ζωής τους. Το αίσθημα δικαιοσύνης, αντιλαμβανόμενος τη δικαιοσύνη ως ισορροπία κι όχι ως «να γίνουμε το παν εμείς». Τη θυσιαστική αντίληψη.

Πετάω από την αριστερά την απόλυτη λυτρωτική επιθυμία, τη ψευδαίσθηση του επίγειου παράδεισου. Το αίσθημα υπεροχής έναντι των μη αριστερών. Κάθε αντιδημοκρατική κι εξαναγκαστική νοοτροπία. Την αντίληψη πως ότι είναι καλό για την αριστερά είναι εκ προιμίου καλό για όλους, την αυτοαναπαραγωγική δηλαδή επιθυμία ανεξάρτητα από τις κοινωνικές ανάγκες και διεργασίες. Την ιδέα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Δεν μου αρέσει τέλος, μια προκρούστεια αντίληψη της ισότητας και της ομοιότητας. Προτιμώ την αντίφαση ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, ίδιοι και ταυτόχρονα διαφορετικοί κι ότι δε χρειάζεται να αξιολογούμε συνεχώς τη διαφορετικότητα.

Μετά από όλα αυτά είμαι υποχρεωμένος να θέσω δύο ακόμα ερωτήματα που με απασχολούν. Το πρώτο: Είναι ανάγκη να εξακολουθώ να αυτοπροσδιορίζομαι ως αριστερός λόγω εμπειρικής-συναισθηματικής ταύτισης; Τα ίδια με μένα δεν μπορεί να υποστηρίξει και κάποιος που αυτοπροσδιορίζεται αλλιώς; Δεν είναι καλύτερα να συμφωνήσουμε πρώτα στο τι θέλουμε και μετά στη ταμπέλα, πόσο μάλλον όταν όλες οι ταμπέλες είναι και μουτζουρωμένες;
Το δεύτερο ερώτημα: Αφού διαπιστώνω ότι οι πεποιθήσεις μου έχουν μεταβληθεί στο διάβα του χρόνου, τι με διαβεβαιώνει πως δεν μπορεί ξανά να μεταβληθούν; Τίποτα. Για αυτό ίσως είναι καλύτερα κανείς, αντί να κρατά το μεγάλο καλάθι της βεβαιότητας και του φανατισμού, να κρατά το μικρό καλάθι της μετριοπάθειας. Αυτό δεν σημαίνει πως επειδή κάηκες στο χυλό θα φυσάς και το γιαούρτι. Δηλαδή διαρκή αφωνία και αδράνεια που ευνοεί τους φανατικούς καταστροφείς κάθε απόχρωσης.

Λοιπόν ο ένας έχει την κομμουνιστική ιδεολογία, είναι απόλυτα βέβαιος για αυτήν, μάλιστα τόσο πιο βέβαιος όσο πιο αβέβαιος αισθάνεται και θεωρεί επιπλέον τον εαυτό του καλύτερο από όσους δεν την έχουν. Κι ο άλλος με τον αντίστοιχο τρόπο έχει τη φιλελεύθερη ιδεολογία, κι ο άλλος την αναρχική, τη φασιστική, τη ρατσιστική, τη χριστιανική, τη καθολική, την ορθόδοξη, τη μουσουλμανική, τη σιϊτική, τη σουνιτική, τη βουδιστική, την άθεη, την επιστημονική, την αστρολογική, τη δωδεκαθεϊστική κι όλοι είμαστε βέβαιοι, σίγουροι.

Στη πράξη αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στο να τσακωνόμαστε, να σκιαμαχούμε, για το ποιός έχει δίκιο, παρά για την επίλυση των κοινών μας προβλημάτων, όσο πιό πολύ δε τσακωνόμαστε, τόσο αυτά τα προβλήματα επιδεινώνονται.

Να αναζητήσουμε λύσεις, να συγκρουστούμε ακόμα για αυτές, μα με αφετηρία τη μετριοπάθεια κι όχι τη παντογνωσία, τη συλλογικότητα κι όχι τον ατομισμό, τη μελέτη κι όχι τη προχειρότητα και τον αφορισμό, το κόστος, το τίμημα, τη θυσία κι όχι το «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε».

31 03 2008
Tierra Izquierda

Από τον Δημήτρη Κουμάνταρο

ΜΙΑ ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η παγκοσμιοποίηση πολλών παραμέτρων της ζωής είναι ένα πραγματικό γεγονός, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Όπως δεν επιδεχόταν η ανακάλυψη της φωτιάς, του τροχού, του ατμού, των μηχανών, της τηλεόρασης κ.ο.κ.
Το ερώτημα δεν είναι ναι ή όχι στη παγκοσμιοποίηση, αλλά πως την διαχειρίζεται κανείς.
Πως διαχειρίζεται το παγκόσμιο οικολογικό πρόβλημα, τα παγκόσμια δίκτυα επικοινωνίας, την ξηρασία, την πείνα, τις ασθένειες για μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού, τη μετανάστευση, τις ενεργειακές πρώτες ύλες του πλανήτη, τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, τις πολεμικές συγκρούσεις, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, το σημερινό παγκόσμιο σύστημα πολιτικής διαχείρησης μέσω των διάφορων διεθνών οργανισμών και του ΟΗΕ και πολλά άλλα ζητήματα που διαρκώς ανακύπτουν.
Απέναντι στη τυχάρπαστη κι επικίνδυνη σημερινή παγκόσμια διαχείρηση λίγων πολυεθνικών εταιρειών, λίγων δικτύων επικοινωνίας, διεθνών οργανισμών αδρανών ή ελεγχόμενων από ορισμένες μόνο μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, απέναντι σε ποικίλες οπισθοδρομικές τοπικές θρησκευτικές και πολιτικές εξουσίες που αντιδρούν στη παγκοσμιοποίηση όχι χάριν των λαών αλλά χάριν των δικών τους θιγόμενων εξουσιών και προνομίων, εκμεταλλευόμενες τις δίκαιες αντιδράσεις στη σημερινή παγκοσμιοποίηση, θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα παγκόσμιο κίνημα δημοκρατικής, οικολογικής και δίκαιης παγκόσμιας διαχείρησης.
Με δυό λόγια το αίτημα της Παγκόσμιας Δημοκρατίας είναι απολύτως επίκαιρο κι επιτακτικό. Και πρέπει, τώρα όχι αύριο, να τεθεί και να συζητηθεί παγκόσμια, το τι μορφές μπορεί να πάρει. π.χ. Ενός δημοκρατικά εκλεγμένου Παγκόσμιου Κοινοβούλειου, παγκόσμιων δικτύων επικοινωνίας ελεγχόμενων από αυτό κι ότι άλλο προκύψει μέσα από μια οικουμενική διαβούλευση και διεκδίκηση.
Η δημοκρατική διαχείρηση του πλανήτη δεν σημαίνει την ομογενοποίηση των τοπικών πολιτισμών, οικονομιών, κοινωνιών. Όσο ο ήλιος θα εξακολουθεί, να στέλνει με διαφορετικό τρόπο τις ακτίνες του στις διάφορες γωνιές της γης, τόσο θα υπάρχουν πάντα διαφορετικές συνθήκες κι ανάγκες.
Ίσα ίσα μπορεί να σημαίνει την καλύτερη αξιοποίηση των τοπικών διαφορών προς όφελος των λαών, μέσα από ένα ζητούμενο δίκαιο παγκόσμιο σύστημα που θα συνδυάζει την τοπική αυτάρκεια, την ανταλλαγή και την αλληλεγγύη.

Στη σημερινή εποχή και μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα παγκόσμιας δημοκρατικής ανάγκης και διεκδίκησης ίσως δίνεται στην Ελλάδα, μια ιστορική ευκαιρία να παίξει έναν ιδιαίτερο ρόλο ως εστία συνάντησης του παγκόσμιου πολιτισμού.
Όχι γιατί εμείς οι Έλληνες είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι από άλλους λαούς, χαρισματικοί ή άλλα ηχηρά παρόμοια. Μια τέτοια εξ’ άλλου έπαρση πέρα από ότι αναδεικνύει μικροπρέπεια, αντιβαίνει στις αρχές της δημοκρατίας.

Η ιστορική ευκαιρία προσφέρεται για τους ακόλουθους λόγους:

1.Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα που, εκτός από τις τοπικές αντιθέσεις με γειτόνους της και τέτοιες τοπικές αντιθέσεις υπάρχουν σχεδόν παντού στη γη, δεν έχει εμπλακεί σε παγκόσμιες αντιπαλότητες, ούτε αποτελεί απειλή για κανέναν.

2.Από γεωγραφική θέση, βιοκλιματικό και πολιτισμικό περιβάλλον, πλησιάζει ένα παγκόσμιο μέσο όρο, σχετικά φιλόξενο, βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, οι αποστάσεις που την χωρίζουν από τα πιο πυκνοκατοικημένα μέρη της γης είναι σχετικά ισομερείς. Δεν είναι τυχαίο, ούτε έχει να κάνει μόνο με την ιστορία, αν κι αυτή έχει επίσης τη σημασία της, ότι η Μεσό-γειος ονομάζεται έτσι.

3.Ορισμένα στοιχεία του ελληνικού πολτισμού, γλώσσα, γραπτά κι ανάγλυφα κειμήλια, έχουν μια τέτοια διαχρονικότητα και ποικιλία, που σε πολύ λίγα άλλα μέρη του πλανήτη συναντώνται π.χ. Κίνα, Ισραήλ, Ινδία, Ιταλία, Περού κι εκεί πάλι μάλλον σε μικρότερο συγκριτικά εύρος και χρονικό βάθος.

Εδώ ανοίγει μια παρένθεση για να λυθεί(;) μια παρεξήγηση.
Υπάρχουν Έλληνες που όταν ακούν για αρχαία Ελλάδα σηκώνεται αυτόματα η τρίχα τους κι άλλοι που φουσκώνουν σα διάνοι. Μάλλον είναι και οι δύο στάσεις άστοχες και περιττές. Η επίκληση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ως άλλοθι για τη κακομοιριά του νεοελληνικού πολιτισμού ή ως τεκμήριο ρατσιστικής υπεροχής είναι προφανώς άτοπη. Άτοπη όμως είναι και η μη αναγνώριση της σημασίας του αρχαίου πολιτισμού και της σχετικής πολύπλευρης αξίας του για τη σύγχρονη Ελλάδα και τον κόσμο, εν ονόματι της αντιστράτευσης στη κομπορρυμοσύνη και στη ρατσιστική γελοιότητα.

Λέγεται ότι ένας λαός δίχως μνήμη δεν έχει μέλλον, με την έννοια ότι δεν αξιοποιεί τις θετικές κι αρνητικές του εμπειρίες. Μία ανθρωπότητα δίχως μνήμη έχει μέλλον;
Ποιά είναι η μνήμη της ανθρωπότητας; Προφανώς τα πάντα. Η βουλγάρικη, η τούρκικη, η κινέζικη, η αμερικάνικη, η ινδιάνικη, η επιστημονική, η θρησκευτική, η πολιτική, η μεταφυσική κ.ο.κ. μνήμη, αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα της παγκόσμιας μνήμης. Κάθε τμήμα έχει την αξία του και κανένα δεν μπορεί να αναγορευτεί σε καλύτερο ή χειρότερο από το άλλο. Το ελληνικό τμήμα, έχει μια ιδιαίτερη αξία, αναγνωρίσιμη λίγο ως πολύ από όλους τους λαούς του κόσμου.
Η αξιοποίηση, δίχως επιλεκτικούς αποκλεισμούς, της παγκόσμιας μνήμης και γνώσης σε όλους τους τομείς έχει ιδιαίτερη σημασία για τη σημερινή επιβίωση της ανθρωπότητας

4.Φαίνεται πως ο παγκόσμιος συσχετισμός των δυνάμεων εισέρχεται σε μια νέα περίοδο πολυπολικότητας. Η αλλοτινή κυριαρχία των δύο υπερδυνάμεων ΗΠΑ κι ΕΣΣΔ και η πιό πρόσφατη αμερικανική μονοκρατορία δεν υφίστανται πιά. Σε ένα τέτοιο πολυπολικό περιβάλλον κι αξιοποιώντας όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες, ίσως έχει τύχη μια πρόταση, να γίνει η Ελλάδα χώρος παγκόσμιας συνάντησης με την έννοια της φιλοξενίας στο έδαφός της παγκόσμιων οργανισμών, συναντήσεων, συνεδρίων, διεθνών Πανεπιστημίων, Ακαδημιων κ.λ.π.
Δεν θα έπεφτε άσχημα στους Κινέζους, στους Ινδούς, στους Λατίνους και Λατινοαμερικάνους, στους Ρώσσους, στους Άραβες, σε τμήμα των Αμερικάνων και γιατί όχι και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μιας και είμαστε σε αυτήν, να συνευρίσκονται εδώ πολιτικοί, επιστήμονες, φιλόσοφοι, ιστορικοί, γλωσσολόγοι, οικολόγοι, καλλιτέχνες κ.λ.π. από όλο τον κόσμο.

Να γίνει δηλαδή η Ελλάδα μια σεβαστή ουδέτερη ζώνη, εστία συνάντησης του παγκόσμιου πολιτισμού.

Μια τέτοια προοπτική προϋποθέτει, εκτός από την ενδεχόμενη ευνοϊκή διεθνή συγκυρία, τεράστια προσπάθεια και μεταβολές στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας και στη λειτουργία των θεσμών της.
Πρακτικά αυτό σημαίνει, να πετύχουμε, να λειτουργεί η Ελλάδα συνέχεια, όπως λειτούργησε για 15 μέρες στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Κατ’ άλλη, πρακτική επίσης διατύπωση, να μη λειτουργεί όπως λειτούργησε κατά τη διάρκεια των περσινών καλοκαιρινών πυρκαγιών. Ή όπως λειτούργησε κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου διαστήματος της σύγχρονης 180χρονης ιστορίας της.
Δηλαδή να μην είναι εξαρτημένη, ξενόδουλη ή ξενόφοβη. Αντιδημοκρατική και κοινωνικά άδικη. Μισαλλόδοξη, φανατισμένη, διχαστική, ατομικιστική. Να μη ρίχνει ο κάθε πολίτης, κρατικός λειτουργός, πολιτικός την ευθύνη στον άλλο πολίτη, κρατικό λειτουργό, πολιτικό.
Να μην λειτουργούμε πρόχειρα, απρογραμμάτιστα, κομπιναδόρικα, ασύδοτα, διεφθαρμένα. Να μην «τσιμπάμε» στο διαίρει και βασίλευε αναμεσά μας και με τους γειτόνους μας σα χώρα. Να εφαρμόζουμε, αυτό για το οποίο κομπάζουμε και λέγεται πολιτισμός και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο αμοιβαίος σεβασμός.

Είναι αλήθεια πως η σύγχρονη ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος συγκροτήθηκε «τσάτρα πάτρα» ανταποκρινόμενο, στις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού που όμως ούτε μεγάλη συνοχή είχε ούτε παιδεία, στα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων να κατακερματίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην επιθυμία διαφόρων Ελλήνων και ξένων διανοουμένων να αναστήσουν τα πιό όμορφα από τα στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Καλώς έγινε το συνοθύλευμα.
Μα μήπως έφτασε ο καιρός να το πάμε παραπέρα, να το αυτοθεσπίσουμε 180 χρόνια μετά, όπως εμείς τώρα το επιθυμούμε κι όχι όπως το παραλάβαμε από δυνάστη σε δυνάστη ή από γενιά σε γενιά;

Χωρίς την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή, συλλογικότητα και δημιουργικότητα, χωρίς τη μικρότερη δυνατή μισαλλοδοξία, χωρίς τη μέγιστη δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και φροντίδα για το οικιστικό και φυσικό περιβάλλον, μια τέτοια προσπάθεια δεν μπορεί να πετύχει.
Υπάρχει η «κρίσιμη μάζα»; Ας δώσει ο κάθε ένας την απάντησή του.

31 03 2008
Tierra Izquierda

Από τη Βαγγελιώ Σωτηροπούλου

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΣΚΕΨΗ

Η Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα παραπέρα βήμα στη συγκρότησή του, με την έννοια ότι χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την Ελλάδα συμμετείχαν στη διαδικασία προετοιμασίας της. Η περίοδος όπου ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια απλή συνεργασία κομμάτων και οργανώσεων έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η Πανελλαδική σύσκεψη έφερε στην επιφάνεια την ανάγκη του «λαού της Αριστεράς» να συμμετάσχει ενεργά στη διαμόρφωση της πολιτικής με όρους πολύ διαφορετικούς από αυτούς που είχαμε συνηθίσει τις περασμένες δεκαετίες. Έφερε στην επιφάνεια ένα νέο ρεύμα αριστερής – ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης που αν ποσοτικά τείνει να μοιάζει με αυτό της μεταπολίτευσης, ποιοτικά έχει σημαντικές διαφορές:
Το ρεύμα αυτό σε αντίθεση με το ρεύμα της μεταπολίτευσης δεν εμπιστεύεται τις «πολιτικές ελίτ» ακόμα και αν ορκίζονται στο όνομα της αριστεράς, του κομμουνισμού κλπ. Απαιτεί να έχει λόγο για τα μικρά, αλλά και τα μεγάλα ζητήματα της πολιτικής. Επιζητά αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Είναι καχύποπτο στις λογικές της «ανάθεσης της εκπροσώπησης» και προτιμά τις λογικές της ανάληψης ευθύνης. Απεχθάνεται τον παραγοντισμό, την επαγγελματοποίηση της πολιτικής δράσης ακόμα και αν αυτή πίσω της δεν έχει την ιδιοτέλεια, αλλά την ανθρωποθυσία. Κρίνει αυστηρά τους πάντες και τα πάντα, όχι με βάση της περγαμηνές τους, αλλά με βάση τις εκάστοτε θέσεις και πράξεις τους. Χαρακτηριστικό του νέου αυτού ρεύματος είναι η διάθεση για πολύμορφη προσφορά, η αμφισβήτηση, ο προβληματισμός και όχι η πίστη και η αφοσίωση. Είναι ένα ρεύμα βαθιά αντιιεραρχικό που βλέπει στον κάθε άνθρωπο ένα ολοκληρωμένο πολιτικό υποκείμενο και όχι ένα ακόμα στρατιωτάκι στο πλαίσια ενός στρατού, ακόμα κι αν αυτός ο στρατός επαγγέλλεται έναν ελευθεριακό – κομμουνιστικό παράδεισο.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα : Η απόφαση της Πανελλαδικής Σύσκεψης όσον αφορά την οργανωτική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις αυτού του ρεύματος ;
Έγινε βέβαια ένα βήμα μπρος, εφόσον πριν ένα 6μηνο είχαμε μόνο ΣΥΡΙΖΑ κορυφής, πλην όμως δειλό και κατώτερο των απαιτήσεων. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε «βλέποντας και κάνοντας» όπως ειπώθηκε στην εισήγηση της Γραμματείας, όμως όπως εξαιρετικά εύστοχα σημείωσε στην ομιλία του ο σ. Αλαβάνος : Δυστυχώς ή ευτυχώς οι καιροί δεν μας επιτρέπουν να συγκροτηθούμε «με το πάσο μας». Η πολιτική ήταν είναι και θα είναι ευκαιρίες. Είτε τις αρπάζεις τότε που πρέπει, είτε τις προσπερνάς και σε προσπερνούν.
Το κρίσιμο ερώτημα για την οργανωτική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πώς ο προβληματισμός, οι προτάσεις, οι εμπειρίες των χιλιάδων ανθρώπων που συμμετείχαν στις συνελεύσεις και συγκροτούν ουσιαστικά τις τοπικές επιτροπές, θα φτάνουν στα κεντρικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ που είναι η Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή και η Γραμματεία. Μέχρι στιγμής καμία απάντηση δεν έχει δοθεί και αυτό που ισχύει στην πράξη είναι : Οι οργανωμένοι ας βρουν άκρη με τη συνιστώσα τους και οι «ανένταχτοι» εάν συμβιούν με οργανωμένους που έχουν καλή διάθεση και δημοκρατικό πνεύμα ή ταυτίζονται, έχει καλώς, διαφορετικά «την «πρόβλημά τους». Το ότι υπάρχουν «ανένταχτοι» στη Γραμματεία προφανώς δεν μας λύνει το πρόβλημα, διότι όσο φωτισμένοι και να είναι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι εκπροσωπούν μόνο τον εαυτό τους.
Έτσι όπως είναι διατυπωμένη η απόφαση αφήνει να εννοηθεί ότι η κυρίως χάραξη πολιτικής γίνεται σε δευτεροβάθμιο νομαρχιακό επίπεδο και όχι σε πρωτοβάθμιο: Οι πλατιές Τοπικές Συντονιστικές Επιτροπές Νομαρχιακού Επιπέδου συνέρχονται μια φορά το μήνα και μεριμνούν για τη συγκρότηση συνελεύσεων και συντονιστικών επιτροπών σε τοπικό επίπεδο. Ενώ οι τοπικές συνελεύσεις συνέρχονται ανά δίμηνο. Μήπως όμως έτσι αφενός «στελεχοποιούμε» κάποιους ανθρώπους σε απόσταση από τον άμεσο κοινωνικό χώρο στον οποίο ζουν ή εργάζονται και αφετέρου δίνουμε στη δομή που βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση με την κοινωνία ρόλο ολίγον επετειακό και επικυρωτικό άνωθεν προερχόμενων «κατευθύνσεων»; Γιατί πάντα έχουμε στο μυαλό μας θεσμοθέτηση «πυραμίδων» κατά τα αστικά και επιχειρηματικά μοντέλα οργάνωσης; Όσο λιγότερα είναι τα επίπεδα εκπροσώπησης, όσο πιο απλή είναι δομή τόσο πιο ελκυστική είναι για τους ανθρώπους και κατά συνέπεια τόσο πιο δημιουργική, πιο συνθετική, πιο πλούσια, πιο γειωμένη, πιο παραγωγική και αποτελεσματική στη βάση, στην κοινωνία που μας περιβάλλει και όχι σε στελεχικές συνάξεις. Το πρόβλημά της εποχής μας δεν είναι η «κάθοδος της σωστής γραμμής», αλλά η «άνοδος» ιδεών, εμπειριών, προβληματισμών, πειραματισμών που γεννιούνται από την προσπάθεια να κάνεις την γραμμή υλική δύναμη μετασχηματισμού ανθρώπων, καταστάσεων κλπ. Δυστυχώς ως μεταπολιτευτική αριστερά έχουμε αριστεύσει στην «κάθοδο» της γραμμής, αλλά όσον αφορά την «άνοδο» παραμένουμε ακόμα μετεξεταστέοι.
Προτείνουμε λοιπόν θεσμοθέτηση τριών μόνο επιπέδων : Τοπική ή κλαδική συνέλευση (ΤΕ), Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή (ΚΣΕ) πανελλαδικής σύνθεσης, Γραμματεία.
Η τοπική ή κλαδική συνέλευση συνέρχεται μια φορά το μήνα, ορίζει μια Συντονιστική Επιτροπή και ασχολείται με τα πάντα «μικρά, μεγάλα και μικρομέγαλα» θέματα. Η τοπική ή κλαδική συνέλευση αντιπροσωπεύεται στην Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή (ΚΣΕ) με αριθμό αντιπροσώπων που εξαρτάται από τον αριθμό των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτήν. Βασική κατεύθυνση είναι τα μέλη των τοπικών συντονιστικών επιτροπών, καθώς και οι αντιπρόσωποι στην Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή προκύπτουν ως εξής: Ρωτάμε «ποιοί θέλουν να αναλάβουν αυτό το ρόλο; » Εάν οι θετικές απαντήσεις υπερβαίνουν τον αριθμό των εκπροσώπων συμμετέχουν σε αυτό το ρόλο (μακάρι να είναι έτσι) όλοι όσοι ενδιαφέρθηκαν εκ περιτροπής. Έτσι και τους ανταγωνισμούς αποφεύγουμε και τους παραγοντισμούς και τις «ίντριγκες» και εκπαιδεύονται οι άνθρωποι στην ανάληψη ευθυνών. Η Γραμματεία να ορίζεται από την Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή με τον ίδιο τρόπο. Όσο για το θέμα του αριθμού των μελών της ΚΣΕ και των αντιπροσώπων των ΤΕ σε αυτήν, είναι τεχνικό θέμα και μια προσεκτική μελέτη των στοιχείων της Πανελλαδικής Σύσκεψης θα μας δώσει απαντήσεις (π.χ. 1 αντιπρόσωπος για τις ΤΕ έως 50 άτομα, 2 για τις ΤΕ με 50-100 κ.ο.κ)
Η θεσμοθέτηση αυτών των τριών επιπέδων δεν σημαίνει ότι δεν θα συγκαλούνται και άλλου τύπου συναντήσεις και σώματα τα οποία θα προκύπτουν από τις τρέχουσες και συγκεκριμένες ανάγκες της πολιτικής και του κινήματος. Εάν υπάρχει κάποιος λόγος π.χ. να συγκληθεί κάποιο σώμα που αφορά π.χ. ειδικά τα Νότια προάστια (παραλίες), την Αττική, την Πελοπόννησο (βλ. φωτιές), τότε με πρωτοβουλία είτε των τοπικών συνελεύσεων, είτε με πρωτοβουλία της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής, είτε της Γραμματείας.
Ίσως αυτό το μοντέλο να έχει τα εξής μειονεκτήματα : Να δημιουργήσει άγχος σε κάποιους από τις συνιστώσες που θα ψάχνουν τρόπο να μετρήσουν δικούς τους και να βγάλουν άκρη με τους συσχετισμούς. Ίσως έτσι να «χαθούν» κάποιες μικρές ομάδες ή άτομα που «παίζουν μπάλα κεντρικά» και όχι κλαδικά η τοπικά. Παρότι δεν συμμεριζόμαστε την ανησυχία των συνιστωσών, την σεβόμαστε. Μια νέα αριστερά που αποτελείται από πραγματικούς ανθρώπους και όχι αρχέτυπα θα πρέπει να σέβεται και την ψυχολογία των ανθρώπων και τις εμμονές τους και να προσπαθεί να τις ξεπεράσει στην πράξη με συντροφικό πνεύμα, μέσα από την ανάπτυξη της δουλειάς και όχι με διοικητικά μέτρα. Γι αυτό το λόγο προτείνουμε κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες π.χ. αυτοδίκαια συμμετοχή εκπροσώπου των συνιστωσών στην ΚΣΕ και στην Γραμματεία, είτε προέρχονται, είτε όχι από ΤΕ.

2 04 2008
Tierra Izquierda

Από τον Μάκη Κορακιανίτη

ΣΥΡΙΖΑ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
(Σκέψεις με αφορμή την Πρώτη Πανελλαδική Σύσκεψη )

Στη Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως εξάλλου και στις 200 και πλέον πανελλαδικές συνελεύσεις που έγιναν ενόψει της Σύσκεψης, αναδείχθηκε, ιδιαίτερα με την πολυπληθή παρουσία των ανένταχτων, η ύπαρξη μιας δυναμικής την οποία καμία συνιστώσα από μόνη της δεν μπορεί (και δεν θα είχε νόημα εξάλλου) να την εκφράσει εξαντλητικά, να την εκπροσωπήσει αποκλειστικά και πολύ περισσότερο να την «οικειοποιηθεί» δίχως να τη διαστρεβλώσει ή ανακόψει. Αντίθετα μοιάζει να υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό οι προϋποθέσεις ανάδυσης και συγκρότησης μιας κινηματικής αριστεράς, μιας αριστεράς στη βάση της κοινωνίας, η οποία διεκδικεί για τον εαυτό της, όπως και για όλους τους πολίτες, το αναφαίρετο δικαίωμα η παραγωγή πολιτικής να μην είναι διαχωρισμένη λειτουργία, υπόθεση των υψηλά ιστάμενων και προνόμιο των ολίγων.

Μέσα σε συνθήκες αυξανόμενης διαπλοκής του Κράτους με το Κεφάλαιο, αυτό που ζούμε καθημερινά είναι το κατάφωρο έλλειμμα πραγματικής δημοκρατίας της βάσης. Πρόκειται για ένα ζήτημα που δεν είναι αφηρημένα ηθικό, ή ιδεολογικό, αλλά πρακτικό και «λειτουργικό», καθώς μια έντονα ταξική κοινωνία, αποξενώνοντας ριζικά τους πολίτες από τους ίδιους τους όρους της ζωής τους, έχει κατασκευάσει αυτόν τον αποπολιτικοποιημένο, αφασικό, κυνικό και εξατομικευμένο «μέσο» πολίτη, ο οποίος αναζητάει παντού ατομικές διεξόδους και ευκαιρίες- κατά κανόνα «πατώντας επί πτωμάτων», με πρώτο και καλύτερο το πτώμα της δημόσιας σφαίρας, των δημόσιων αγαθών και των δημόσιων χώρων.

Η συρρίκνωση της πολιτικής λειτουργίας στη γραφειοκρατική και τεχνοκρατική διαχείριση της κρατικής μηχανής, σε συνδυασμό με την αναζήτηση ατομικών λύσεων μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς, έχουν στερήσει από την κοινωνία «των από κάτω» την ικανότητά της να παίρνει πρωτοβουλίες, να αυτοοργανώνεται, να προωθεί συλλογικά εναλλακτικές λύσεις.

Συνεπώς αυτό που βιώνουμε σε εντεινόμενο βαθμό είναι μια κοινωνία διαμεσολαβημένη από άκρη σε άκρη από μηχανισμούς που την παραλύουν: από τους μηχανισμούς της αγοράς, που δεν κατανέμουν μόνο άνισα το κοινωνικό πλεόνασμα, αλλά και χειραγωγούν και πλαστογραφούν τις ανθρώπινες ανάγκες, μέχρι τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς κομμάτων, συνδικάτων- και φυσικά της ίδιας της κρατικής μηχανής- που αναλαμβάνουν εργολαβικά την εκπροσώπηση «εκπαιδεύοντας» τον «κυρίαρχο λαό» στην αδιαφορία και τελικά στην αφασία .

Το πλέγμα Εξουσίας είναι πολυπλόκαμο και έχει ένα μοναδικό στόχο: τον πολίτη όμηρο και γρανάζι της εμπορευματικής οικονομίας να «τρέχει» από το πρωί μέχρι το βράδυ, ουσιαστικά στο πολιτικό περιθώριο, ανίσχυρο ψηφοφόρο με μια ισχνή εξουσία μία μέρα για λίγα λεπτά κάθε τέσσερα χρόνια, σε καθημερινή βάση καθισμένο στον πάγκο (ή μάλλον στις κερκίδες) να βλέπει τους επαγγελματίες παίκτες της πολιτικής να παίζουν το παιχνίδι από το οποίο εξαρτάται το παρόν το δικό του και το μέλλον των παιδιών του.

Ακόμη και οι λαϊκές κινητοποιήσεις, κατά κανόνα αμυντικού χαρακτήρα, όσο και αν διασαλεύουν τη θεσμική ρουτίνα, δεν αναιρούν τη θεμελιώδη συνθήκη του καπιταλισμού: το γεγονός ότι οι «σιδερένιοι νόμοι» της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, και ένα συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό κράτος, τείνουν να είναι οι αποκλειστικές δυνάμεις που διαμορφώνουν το κοινωνικό πεδίο- με τους πολίτες να στερούνται σε αυξανόμενο βαθμό τη δυνατότητα (και την ικανότητα) να αυτενεργούν και να αυτοοργανώνονται. Για αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι η πραγματική δημοκρατία, η δημοκρατία της βάσης, η δημοκρατία της κοινωνίας των «από κάτω» πρέπει να αποτελεί στρατηγική συνιστώσα του προγράμματος , των θέσεων, των επιδιώξεων και φυσικά της λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ. Που σημαίνει απλά και ξεκάθαρα η άμεση δημοκρατία των λαϊκών συνελεύσεων που ενημερώνονται υπεύθυνα, συζητάνε και διαβουλεύονται και έπειτα με ψηφοφορία, κλήρωση ή και ανάθεση ( σε εθελοντική βάση, «ποιος θέλει;») ορίζουν εκείνους που θα τους εκπροσωπήσουν και θα αναλάβουν συγκεκριμένα καθήκοντα. Αυτοί οι αιρετοί εκπρόσωποι είναι ανακλητοί (υπό προϋποθέσεις), λογοδοτούν σε αυτές τις λαϊκές συνελεύσεις (στον κυρίαρχο λαό) και σε κανέναν άλλο και είναι η θητεία τους περιορισμένη για να μπορούν όσο γίνεται περισσότεροι πολίτες, εκ περιτροπής, να αναλαμβάνουν ευθύνες και να εκπαιδεύονται στη διακυβέρνηση στη λογική της φράσης του Αριστοτέλη «Ποιος είναι πολίτης; Πολίτης είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί».

Με αυτό το σκεπτικό ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να δημιουργήσει στο εσωτερικό του το συντομότερο δυνατό τις δομές εκείνες που θα του δώσουν τη δυνατότητα να λειτουργήσει από τώρα ως παράδειγμα και ως πρόπλασμα της κοινωνίας και του κόσμου που οραματιζόμαστε. Αυτό πρακτικά σημαίνει τα εξής: Κύτταρο του όλου εγχειρήματός μας, όχι μόνο οργανωτικά, αλλά και ουσιαστικά δηλαδή στην παραγωγή πολιτικής, προτάσεων και εναλλακτικών λύσεων, είναι οι Τοπικές Επιτροπές σε δήμους και σε δημοτικά διαμερίσματα. Εκεί που ο καθένας ζει, στέλνει το παιδί του σχολείο, κάνει χρήση των δημόσιων χώρων και των δημόσιων αγαθών, περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του. Στις Τοπικές Επιτροπές συμμετέχουν με την ιδιότητα του μέλους του ΣΥΡΙΖΑ όσοι συμφωνούν στις βασικές κατευθύνσεις του εγχειρήματός μας: κριτική του καπιταλισμού και της αγοράς, μια άλλου τύπου κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη δημοκρατικά σχεδιασμένη με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών σε όλες τις θεσμοθετημένες βαθμίδες λήψης των αποφάσεων, εναρμόνιση ανθρώπου και φύσης μέσα από μορφές ήπιας ανάπτυξης που δεν είναι εκμεταλλευτικές ούτε του ανθρώπου ούτε της φύσης. Μέσα από ανοιχτές δημοκρατικές διαδικασίες οι Τοπικές Επιτροπές εκλέγουν, κληρώνουν (ή αναθέτουν σε εθελοντική βάση, «ποιος επιθυμεί;») τη Συντονιστική Γραμματεία της Τοπικής Επιτροπής (με γραμματέα και υπεύθυνο κατά τομείς, αν αυτό κριθεί αναγκαίο), η οποία αναλαμβάνει να εισηγείται, να προτείνει και να βοηθά στην οργάνωση των παρεμβάσεων σε τοπικό επίπεδο. Παράλληλα οι ανοιχτές συνελεύσεις των Τοπικών Επιτροπών συζητάνε, συνδιαμορφώνουν και εισηγούνται πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα που τίθενται εκ των πραγμάτων σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, εφόσον, έτσι κι αλλιώς, οποιοδήποτε τοπικό ζήτημα, αν θέλουμε να το αντιμετωπίσουμε ριζοσπαστικά, άπτεται πάντα ενός κεντρικού σχεδιασμού και κεντρικών πολιτικών επιλογών, που είναι –και πρέπει να είναι- ο σταθερός στόχος μας. Οι συνελεύσεις των Τοπικών Επιτροπών εκλέγουν ανάλογα με τον αριθμό των μελών τους εκπροσώπους τους σε μια Πανελλαδική Σύσκεψη εκπροσώπων των Τοπικών Επιτροπών η οποία συνέρχεται μια φορά το χρόνο (ή εκτάκτως αν το ζητήσει καθορισμένος αριθμός μελών του ΣΥΡΙΖΑ) και η οποία έχει δύο καθήκοντα: α) τη συζήτηση, συνδιαμόρφωση και εμπλουτισμό των προγραμματικών μας θέσεων με βάση τη συγκυρία ή και ζητήματα που έχουν προκύψει από τη βάση β) την εκλογή της Πανελλαδικής Συντονιστικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ η οποία, εκτός από τα εκλεγμένα μέλη της και ανάλογα με τους συσχετισμούς που έχουν διαμορφωθεί σε τοπικό επίπεδο, συμπληρώνει τον αριθμό των μελών της με άτομα προερχόμενα από τις Συνιστώσες- αναγνωρίζοντας έτσι ότι η συμβολή των Συνιστωσών σε ένα κεντρικό επίπεδο μπορεί να μην αποτυπώνεται υποχρεωτικά στις κατά τόπους συλλογικότητες.

3 04 2008
Tierra Izquierda

Από τον Θάνο Κωτσόπουλο

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΝΕΝΤΑΧΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

Η ιδιαιτερότητα και η κρισιμότητα της παρούσας συγκυρίας στην οποία βρίσκεται η χώρα με κάνει, ως ανένταχτο αριστερό ενεργό πολίτη, να καλώ σε συμπόρευση με όλες εκείνες τις πολιτικές που:

• Ενδυναμώνουν την ειρήνη και το σεβασμό των συνόρων στα Βαλκάνια.
• Διεκδικούν την αξιοπρέπεια της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον και στους γείτονές της.
• Καταδικάζουν τις αμερικανονατοϊκές επεμβάσεις και τις ευρωπαϊκές πολιτικές στήριξής τους.
• Αποκρούουν τον ασύδοτο νεοφιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης σε όλες τις εκδοχές του.
• Ενισχύουν τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και διασφαλίζουν ανθρώπινους όρους διαβίωσης για όλους.
• Βαθαίνουν τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
• Αναγνωρίζουν την αξία και εμπιστεύονται τη δύναμη του ελληνικού πολιτισμού, της γλώσσας και της παράδοσής μας.
• Δε φοβούνται τις θυσίες για την προστασία του περιβάλλοντος.

Θεωρώ ότι οι περιστάσεις επιβάλλουν τη μέγιστη δυνατή σύμπραξη όλων των αριστερών προοδευτικών δυνάμεων. Τα κόμματα και οι οργανωμένοι σχηματισμοί πρέπει να μετριάσουν την κλειστή αυτοαναπαραγωγική τους λογική. Επίταση της εγρήγορσης και της συνεννόησης θα χρειαστεί ιδιαίτερα στις διαφαινόμενες διεθνείς κρίσεις που απειλούν την περιοχή μας αλλά και για την υπεράσπιση της πολιτισμικής, εθνικής και ιστορικής μας προσωπικότητας.
Στην παρούσα συγκυρία ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να συγκροτήσει μια εναλλακτική πρόταση προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και μπορεί καταρχήν να εκτιμηθεί, πρωτίστως μέσα από την ενότητά του με την ευρύτερη Αριστερά, ως μια-μεταξύ-άλλων αποδεκτή δυνατότητα για διέξοδο από τη χρεωκοπία του δικομματισμού και του παρωχημένου κοινοβουλευτισμού.
Ως ανένταχτος πολίτης επιθυμώ περισσότερη ενότητα στη δράση του μεγαλύτερου δυνατού φάσματος των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτών για την ανόρθωση της χώρας. Με αυτό μόνο το πνεύμα μπορώ να απευθυνθώ στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ανένταχτος όμως πολίτης δεν μπορεί να εκλαβάνεται ως νεκρανάσταση του πάλαι ποτέ δήθεν «ανεξάρτητου», ούτε ως κάποιος που χειραγωγείται και αφομοιώνεται από τον χώρο με τον οποίο συμπράττει. Ο ανένταχτος παραμένει για τις κομματικές δομές ένας «ξένος» και σαν τέτοιος πρέπει να γίνεται σεβαστός αλλά και επιθυμητός.
Επομένως, καθοριστική για την παραπέρα πορεία του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων, θα είναι η δυνατότητα συγκρότησης ανοικτού, ανεκτού και φιλόξενου φορέα για τους ανένταχτους πολίτες, η διασφάλιση μιας πλουραλιστικής λειτουργίας και η θαρρετή αποδοχή περισσότερης άμεσης δημοκρατίας, την οποία απαιτούν, πια, οι καιροί.

http://vagulatio.blogspot.com

5 04 2008
Ερμής Κασάπης

Είναι ορατό πως οι συνθήκες που επικρατούν τώρα στην ελληνική κοινωνία στρέφουν ένα μεγάλο κομάτι της προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί οι άνθρωποι, στην καλύτερη περίπτωση, φαίνεται να πιστεύουν πως κάτι καλό θα προκύψει εαν εμπιστευτούν τις πολιτικές υποθέσεις της χώρας μας στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να εφαρμοστεί η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για την Παιδεία και το Ασφαλιστικό, για την οικονομία και το βιοτικό επίπεδο του λαού, για την υγεία και το περιβάλλον, για τη μετανάστευση και το ρατσισμό και γενικά: η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για κάθε τι που συνθέτει την καθημερινή ζωή και τις προσδοκίες των πολιτών της κοινωνίας μας. Οι άνθρωποι αυτοί περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει.

Απέναντι σε αυτή την προσδοκία ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι θέλει (θέλουμε) και έχει (έχουμε) την ικανότητα να ανταποκριθεί και να αναλάβει την ευθύνη να κυβερνήσει αυτήν τη χώρα προς όφελος όλης της κοινωνίας. Ή μήπως δεν θέλουμε;

Γι’ αυτό λέω ότι οι χιλιάδες αγωνιστές της αριστεράς που ζούμε σκόρπια και ανένταχτοι εδώ και τόσα χρόνια, χρειάζεται να συσπειρωθούμε και να οργανωθούμε. Να πάρουμε μαζί μας τις αγωνίες για τη διαφύλαξη της δημοκρατίας στις οργανωτικές λειτουργίες, αλλά να καταλάβουμε ότι όσο ζούμε «σκόρπια» δεν πετυχαίνουμε τίποτα στο πολιτικό επίπεδο.

Και έρχομαι στο ερώτημα της Βαγγελιώς Σωτηροπούλου η οποία αναρωτιέται: «εγώ π.χ. που είμαι ανένταχτη πού θα υποβάλλω μια ιδέα που τυχόν έχω για κάποια κεντρική δράση; (π.χ., θα μπορούσε κάτι να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ως ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης στον κινεζικό (;) και θιβετιανό κατά την πορεία της Ολυμπιακής Φλόγας;» Και λέω: αν η τοπική επιτροπή της Ολυμπίας ή κάποια άλλη έπαιρνε την πρωτοβουλία μιας κινητοποίησης για το συγκεκριμένο θέμα και ζητούσε την υποστήριξη από άλλες επιτροπές αλλά και από την κεντρική Γραμματεία, θα βρισκόταν κάποιος να εμποδίσει αυτή την πρωτοβουλία;

Και παρκάτω, αγαπητή Βαγγελιώ, αν δεν έχεις αντίρρηση θα παραφράσω το δεύτερο ερώτημά σου και θα αναρωτηθώ: για τη διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος που θα παρουσιαστεί στη 2η σύσκεψη του Φθινοπώρου θα εμπλακούμε δυναμικά παρεμβαίνοντας και διαμορφώνοντάς το μέσα από οργανώσεις που μας δίνουν τη δυνατότητα να το κάνουμε ή θα περιμένουμε να κληθούμε (από ποιον άραγε και γιατί;) να το επικυρώσουμε απλώς; Όσο παραμένουμε ανένταχτοι και σκόρπια, ούτε αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε.

Τέλος, σε ότι αφορά την αντίθεση ανάμεσα στην άμεση και τη διαμεσολαβημένη δημοκρατία το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η λύση της είναι ένα διαρκές διακύβευμα. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί σε κανέναν ότι δεν θα υποπέσει σε παρασπονδίες, για να το πω κομψά. Και αν κάποιος στο υποσχεθεί, απλά μη τον πιστέψεις.

10 04 2008
Κωνσταντινου Βαγγέλης

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί συνέχεια μιας πρότασης για ένα Νέο Συνδικαλισμό.

ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Στο ίδιο πλαίσιο προβληματισμού για ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα, πρέπει να επεξηγηθούν όροι, όπως κίνημα, συνδικαλισμός, κορπορατισμός.

Είναι αναγκαίο, να γίνει ένα ξεκαθάρισμα δηλαδή μια απογύμνωση των όρων από περικοκλάδες που δεν αφήνουν να προβληθεί η γύμνια εκείνου που σήμερα αποκαλείται «Συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα».
θα ξεκινήσω μια σειρά επεξηγητικών άρθρων για να γίνει ποιο κατανοητή η πρόταση της σύστασης ενός άλλου οργανωτικού σχήματος που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, όπως οι Κοινωνικές Συνδικαλιστικές Οργανώσεις.

Τι σημαίνει λοιπόν Κορπορατισμός;
Κατ’ αρχήν γνωρίζουμε ότι ο Κορπορατισμός είναι μια συνιστώσα της Φασιστικής Φιλοσοφίας. Αν και ο Φασισμός ηττήθηκε με το τέλος του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, ως ιδεολογία αλλά και μορφή οργάνωσης του σύγχρονου Κράτος εμπνέει καινούριες μορφές οργάνωσης, πολιτικής συγκρότησης, ρητορικής και πολιτικού λόγου, διαχείρισης εξουσιών και υποταγής των κοινωνιών. Η Παγκοσμιοποίηση αποτελεί το καλλίτερο παράδειγμα για να κατανοήσει ο νέος άνθρωπος την φιλοσοφία του Φασισμού.

Ο Κοινοβουλευτισμός δεν αποτελεί το αντίδοτο του Φασισμού, αφου ο Κορπορατισμός εγγυάται την καθημερινότητα αλλά και την υπεροχή του ισχυρού ή της «πλειοψηφίας».

Γνωρίζουμε την ιστορική εμφάνιση του ανθρώπου καθώς και την ιστορική του συνέχεια. Δεν είναι σκόπιμο να επαναλάβουμε επαρκώς διατυπωμένες πληροφορίες για την συνέχεια και την εξέλιξη του ανθρώπου.
Εκείνο όμως στο οποίο θα δώσουμε σημασία και ιδιαίτερη προσοχή είναι η ανάγκη του ανθρώπου να κοινωνικοποιεί κάθε λειτουργία του και να μοιράζεται την παρουσία του μαζί με άλλους. Συμβαίνει αυτό είτε από λόγους ασφάλειας είτε από λόγους επιβεβαίωσης είτε από λόγους αλληλοβοήθειας είτε επειδή δεν μπορεί να ζήσει διαφορετικά. Ακόμα και ο μοναχός – ασκητής στο Άγιο Όρος, που νομίζουμε όλοι ότι ζει μόνος και έξω από το σύνολο της κοινότητάς του, εκείνος γνωρίζει ότι δεν ζει μόνος, δεν ζει εκτός κοινότητας.
Επίσης θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα, ότι ανάλογα του οικονομικού συστήματος σε μια μικρή ή μεγαλύτερη κοινωνία είναι δυνατό, και συνήθως συμβαίνει αυτό, ο τύπος δουλειάς, τα μέσα και το επίπεδο διαβίωσης να αποτελούν συνεκτικά στοιχεία δημιουργίας επιμέρους κοινωνιών. Δηλαδή επιμέρους κοινωνίες που έχουν κοινά στοιχεία αναγνώρισης από μια άλλη επιμέρους κοινωνία.
Όμως παρατηρείται το γεγονός ότι ανάμεσα στην μια επιμέρους κοινωνία και στην άλλη δημιουργείται εκ των πραγμάτων μια διαφορά δυναμικού που στοχεύει σε μια κίνηση επιβολής των συμφερόντων της μίας πάνω στην άλλη. Εδω πρυτανεύει το απόλυτο των εξουσιών και η διαβούλευση εμφανίζεται με ψεύτικο πρόσωπο.
Παράλληλα ανάμεσα στις δύο κοινωνίες παρουσιάζεται ένα κενό γεφύρωσης των αντιθέσεων το οποίο υπερκαλύπτεται από μια άλλη ομάδα που έχει συμφέρον να συνταιριάξει τις δύο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ασκώντας μια συγκεκριμένου τύπου εξουσία και επιβολής όρων συνύπαρξης και αλληλοτροφοδότησης.
Το ρόλο αυτό τον παίζουν οι Κυβερνήσεις και μέσα από αυτόν τον ρόλο αντλούν εξουσίες διευθέτησης και επιβολής όρων και νόμων υποταγής στις επιμέρους κοινωνικές ομάδες, εις τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται μια αρμονική συνύπαρξη που οδηγεί σε μια «αρμονική» λειτουργία του Κράτους.
Είναι έτσι λοιπόν τα πράγματα ή αυτό που θα ισχυριζόταν κάποιος θα ήταν, ναι μεν περίπου έτσι είναι αλλά υπάρχουν και συγκρούσεις και αντιτιθέμενα συμφέροντα και το κράτος δεν αποτελεί και τον ποιο δίκαιο κριτή αυτών των αντιθέσεων και αυτών των συγκρούσεων.

Να λοιπόν ένα καινούργιο στοιχείο

Το οικονομικό σύστημα που έχει γίνει κοινά αποδεκτό ( στην ιδανική – θεωρητική όμως – περίπτωση), έχει δημιουργήσει επιπλέον αξίες η οποίες από μόνες τους δεν παράγουν τίποτα υπαρκτό.
Η μεταλλαγή αυτών των αξιών και η αναγέννησή τους αποκτά μια δυναμική εξουσίας όταν ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνίες δημιουργείται ένα περιβάλλον ιδιοκτησίας αυτών των αξιών.
Στο νέο περιβάλλον παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα σε μια διαδικασία απόκτησης μεγαλύτερου όγκου αξιών, όπως τα μέσα που χρειάζονται στην παραγωγή προϊόντων, δηλαδή τα εργαλεία.
Η κατοχή αυτών των εργαλείων δημιουργεί ταυτόχρονα ένα καινούργιο εργαλείο, που είναι η διεύθυνση της οικονομίας και η οριοθέτηση των όρων ανταλλαγής και συναλλαγής ανάμεσα στις κοινωνίες.
Όμως το καινούργιο εργαλείο πλέον υποδουλώνει όχι μόνο την άλλη κοινωνία στην πρώτη αλλά και κάθε άτομο ακόμα και της πρώτης. Είναι λοιπόν εν δυνάμει υποτακτικός, το άτομο, σε όσους κατέχουν πλέον το νέο εργαλείο.

Μπορούμε όμως να κατηγορήσουμε τους ιδιοκτήτες των εργαλείων παραγωγής, επειδή εμείς αφήσαμε στο έλεος τους εγκαταλελειμμένα εδάφη; Δηλαδή δυνάμεις που φοβηθήκαμε να τις δαμάσουμε και να τις υποχρεώσουμε να υπηρετήσουν το κοινό καλό;
Θα χρησιμοποιήσω και πάλι το ίδιο παράδειγμα με τις αντικειμενικές αξίες γης και ακινήτων και πως επιτρέψαμε ως κοινωνία παραγωγών ( οι εργαζόμενοι είναι οι παραγωγοί) στις Κυβερνήσεις που αποτελούν την προέκταση των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων , να διαφεντεύουν και να μεγαλώνουν ή να μικραίνουν την άξια γης ή ακινήτων σύμφωνα με τις κατά καιρό επιθυμίες των οργανωμένων συμφερόντων.
Τι επιτρέψαμε στο Κράτος; Να καταπατήσει εδάφη που εμείς κιοτεύσαμε, που κάναμε πίσω γιατί φοβηθήκαμε να διαχειριστούμε ή γιατί υποεκτιμήσαμε τις δυνάμεις μας.
Όταν λοιπόν ως άτομα αποδυναμώνουμε την κοινωνία μας πως μπορεί η κοινωνία να μας προστατέψει; Πως μπορεί να δημιουργήσει μια αυθεντική Κυβέρνηση και μια αυθεντική Δημοκρατία;

Σήμερα μιλάμε εναντίον του δικομματισμού και είμαστε πρόθυμοι αντί να αναλάβουμε την πρωτοβουλία της αυτοπροστασίας μας να επιδιώκουμε την συμμόρφωση μας σε όσα επιβάλουν τα οργανωμένα συμφέροντα.
Για να ανατρέψουμε τον δικομματισμό ως σύστημα εξουσίας, μπαίνουμε στον πειρασμό να υποταχθούμε σε άλλα σχήματα πολιτικά που όμως αποτελούν άλλες κορπορατιστικές πολιτικές και οικονομικές εξουσίες και που προαπαιτούν την υποταγή μας ως συστράτευση ή ως ένταξη, στην δική τους φιλοσοφία χωρίς να κάνουν τον κόπο να ρωτήσουν ποια είναι η φιλοσοφία του ατόμου και της κοινωνίας που είναι μέλος της.

Αδιαφορούν και ενοχοποιούν κάθε τι που δεν συμμορφώνεται προς τα δικά τους στάνταρς, προς τις δικές του ιδεολογίες.
Δέστε τον λόγο του ΚΚΕ και την συμπεριφορά του σε όσους εργαζόμενους δεν διεκδικούν τα αιτήματά τους μέσα από το ΠΑΜΕ
Δέστε τον ΣΥΡΙΖΑ με πόσους υπαινιγμούς περιποιεί τους οπαδούς ή τα μέλη του ΠΑΣΟΚ και την πιθανότητα να υποταγεί στην θέληση των σφυγμομετρήσεων που θέλουν οπωσδήποτε κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΝ με το ΠΑΣΟΚ.
Ιδού λοιπόν η φιλοσοφία των ατόμων, ως ενεργοί πολίτες και των κοινωνιών τους.
Ποιος ΣΥΡΙΖΑ, ποιος Αλαβάνος, ποιος Τσίπρας σέβεται την διάθεση και τα θέλω των ενεργών πολιτών;
Τι λέει λοιπόν ο Αλαβάνος; Εμείς έχουμε την θέση μας ……και ας το πληρώσουμε στο τέλος…»
Δέστε το ΠΑΣΟΚ πως αντιλαμβάνεται τον κάθε πολίτη και τι σημαίνει γι’ αυτό ο ενεργός πολίτης.
Το τι σημαίνει ενεργός πολίτης, το διαπιστώνουμε από την αντίληψη που έχουν τα κόμματα εξουσίας, άρα και το ΠΑΣΟΚ, για τα δημοψηφίσματα και την γνώμη του λαού σε θέματα στρατηγικής και οικονομικού σχεδιασμού.
Το τι σημαίνει ενεργός πολίτης φαίνεται πως αντιμετωπίζει η Εκκλησιαστική, Κυβερνητική ή Κομματική εξουσία, τις κινητοποιήσεις του Λαού σε διάφορα σημαντικά ζητήματα.
Θα το δούμε από την στιγμή που δεν αναγνωρίζεται ωριμότητα στον Λαό να αποφασίσει για το «ευρωσύνταγμα» αλλά είναι ώριμος να εκλέγει τους αφεντάδες του, τους τριακοσίους της βουλής.

Δέστε το εκλογικό σύστημα και τον βερμπαλισμό του Καραμανλή ! Ως μειοψηφία του εκλογικού σώματος και παρά τις αντιδράσεις της συντριπτική πλειοψηφίας των κοινωνιών εναντίον της δήθεν ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, εκείνος αδιαφορεί επειδή είναι Κυβέρνηση. Είναι πρόθυμος να αναλάβει το πολιτικό κόστος, δηλαδή να οδηγηθεί σε εκλογές και να τις χάσει, αλλά επειδή πιστεύει ότι ο Λαός του ( οι ψηφοφόροι του) εκτός από το να λεονταρίζουν θα τον ξαναψηφίσουν, δεν τον ενδιαφέρει τι θέλει το 80% του Λαού .
Ο Καραμανλής εκπροσωπεί συγκεκριμένα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα και οι δήθεν μεταρρυθμίσεις του εντάσσονται στην εξυπηρέτηση των στόχων των συμφερόντων που υπηρετεί και που έχει υπογράψει εργολαβικά συμβόλαια, για να τον διατηρήσουν στην θέση που βρίσκεται.

Το εκλογικό σύστημα δίνει την δυνατότητα στην μειοψηφία να συμπεριφέρεται ως πλειοψηφία και να κυβερνά με το έτσι θέλω. Το εκλογικό σύστημα ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της Ολιγαρχίας και ο πολιτικός λόγος στις προδιαγραφές του Φασισμού.

Όμως το πολίτευμα θεωρείται Δημοκρατικό. Είναι;
Δεύτερο ερώτημα. Τι σημαίνει Κοινοβουλευτισμός και Δημοκρατία στα πλαίσια του Κορπορατίσμού;

10 04 2008
Tierra Izquierda

Από τον Δημήτρη Κουμάνταρο

MIA ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Καμμία προσπάθεια αναγέννησης της, ευρισκόμενης σε σήψη, ελληνικής κοινωνίας δεν θα μπορέσει να ευοδωθεί, αν δεν συνδυαστεί, αν όχι να εκκινήσει, με μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική παρέμβαση στο χώρο των ΜΜΕ.
Όσο η επικοινωνία και η ενημέρωση των πολιτών εξαρτάται από τα ιδιωτικά ΜΜΕ κι από τα ελεγχόμενα από την εκάστοτε κυβέρνηση κρατικά ΜΜΕ, τόσο θα αναπαραγάγονται οι ιδεολογικές και πολιτισμικές συντεταγμένες που διαιωνίζουν τη σήψη.
Η πρόταση που επιθυμώ δημόσια να καταθέσω είναι η ακόλουθη:

Πρώτον, η δημιουργία μιας όσο γίνεται μαζικότερης Πολυμμετοχικής Εταιρείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης Πολιτών.

Μέσα από μια δημόσια πρόσκληση όσων πολιτών, δημοσιογράφων, διανοουμένων, καλλιτεχνών, συνδικαλιστών, πολιτικών και όσων συλλογικών σπουδαστικών, επιστημονικών, πολιτιστικών, συνδικαλιστικών, πολιτικών φορέων, το επιθυμούν, μπορούν να κληθούν κι άλλοι, όσο γίνεται περισσότεροι, πολίτες να συνδράμουν ο κάθε ένας ανάλογα με την οικονομική του ικανότητα και την κοινωνική του βούληση, στη δημιουργία μιας τέτοιας πολυμετοχικής εταιρείας.
Με ένα όριο, ας πούμε ενδεικτικά 5%, στη κατοχή μετοχών, που θα συμφωνηθεί ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη, σκοπός της εταιρείας θα είναι να προσφερθεί η αντικειμενικότερη και πληρέστερη δυνατή ενημέρωση κι επικοινωνία στους κόλπους της κοινωνίας, μακριά από επιχειρηματικά, κομματικά ή στενά υπαρξιακά συμφέροντα.
Συλλογικά οι μέτοχοι, πολίτες ή φορείς, θα προσδιορίσουν το τι ακριβώς σημαίνει αντικειμενική και πλήρης ενημέρωση κι επικοινωνία, θα επιλέξουν, ανάλογα με το κεφάλαιο που θα συγκεντρωθεί, το ή τα μέσα με τα οποία αυτή θα εκφραστεί και την επαγγελματική-εργασιακή τους πλαισίωση, συγκρότηση και λειτουργία.
Μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, ένα περιοδικό, μια Κυριακάτικη εφημερίδα, μια ημερήσια εφημερίδα, ένα καθημερινό ωριαίο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων, ένας τηλεοπτικός σταθμός, είναι ορισμένες από τις μορφές υλοποίησης, δίχως να αναιρεί αναγκαστικά η μια την άλλη, μορφές που, όπως προειπώθηκε, θα εξαρτηθούν από το κεφάλαιο που θα συγκεντρωθεί.
Σε κάθε περίπτωση το οποιδήποτε μέσο, πέραν του αρχικού του κεφαλαίου, θα έχει νόημα ύπαρξης, μόνο αν είναι σε θέση, μέσα από την προσφορά του στην ενημέρωση και επικοινωνία, να εξασφαλίσει την οικονομική του αυτάρκεια και την επαγγελματική επιβίωση όσων μερικά ή αποκλειστικά εργαστούν σε αυτό.

Δεύτερον, η συγκρότηση από τους ίδιους πολίτες, που θα συμμετέχουν ατομικά ή συλλογικά στην προαναφερόμενη πρωτοβουλία, ενός κινήματος διεκδίκησης της δημοκρατικής εκλογής της διοίκησης της ΕΡΤ. Μέσω ενός σώματος εκλεκτόρων που οι ίδιοι θα συναποφασίσουν και θα προτείνουν τη σύνθεσή του, έτσι ώστε να πάψει η δημόσια ραδιοτηλεόραση, να λειτουργεί ως φερέφωνο της εκάστοτε κυβέρνησης και ως χώρος επιλεκτικής, κι επίσης δαπανηρής για τους φορολογούμενους, επαγγελματικής αποκατάστασης.

Όσοι πολίτες ή συλλογικοί φορείς θεωρούν αναγκαία μια τέτοια ή οποιαδήποτε άλλη μορφή παρέμβασης στο χώρο των ΜΜΕ, μπορούν να έρθουν σε επαφή μέσω e-mail με τον υπογράφοντα για έναν, με κοινή συνενόηση κι απόφαση, συντονισμό των προσπαθειών.
Η συγκρότηση ενός αρχικού ομίλου πρωτοβουλίας από ενδιαφερόμενους, πολίτες, επαγγελματίες ή μη δημοσιογράφους, εκπροσώπους συλλογικών φορέων ή μικρών ΜΜΕ, θα μπορούσε να αποτελέσει τον αρχικό πυρήνα για μια ευρύτερη δημόσια έκκληση και κινητοποίηση.
Καμμιά προσπάθεια δεν θα έχει τύχη και νόημα, αν δεν γίνει ευρύτερη κοινωνική συνείδηση η αναγκαιότητά της και δεν συνοδευτεί από μια καμπάνια πανεθνικής πολιτικής κινητοποίησης, με την έννοια της αποδοχής και προώθησής της από τον μέγιστο δυνατόν αριθμό πολιτών. Ο στόχος είναι η μαζική επικοινωνία κι ενημέρωση κι όχι άλλο ένα μέσο ιδεολογικού και πολιτικού αυτισμού. Μαζική επικοινωνία κι ενημέρωση σημαίνει εξ’ άλλου, κι όχι τόσο για λόγους μαζικότητας όσο για λόγους ουσίας, επικοινωνία κι ενημέρωση για τα πάντα, από και για τους πάντες, δίχως εκλεκτικές αυτοαναγορεύσεις και αποκλεισμούς.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΜΜΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Για τον υπογράφοντα η μέγιστη ζημιά που προκαλεί η σημερινή λειτουργία των ΜΜΕ στην ελληνική κοινωνία, είναι ιδεολογικού παιδαγωγικού χαρακτήρα. Με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις.
Το μάθημα χαρακτηρίζεται από: φανατισμό, κοκορομαχία, αλλαζονεία, υποκρισία, κακότητα, δημαγωγία, φθηνό εντυπωσιασμό, απουσία εμβάθυνσης και ουσιαστικού διαλόγου, άκριτο οπαδισμό, αλλότρια επίρρηψη ευθυνών.
Είναι ένα μάθημα που υπονομεύει τον πολιτισμό, αν αυτός είναι πριν από όλα ο αλληλοσεβασμός. Που αντιστρατεύεται τη νηφαλιότητα, τη μετριοπάθεια, την ατομική ανάληψη ευθύνης, τον διάλογο και την δημιουργικότητα.
Ένα μάθημα που μεταδίδεται ως ιός σε κάθε χώρο δουλειάς και κατοικίας, σε κάθε οικογένεια. Σε κάθε κοινωνική, πολιτική, συλλογική οντότητα.
Δάσκαλοι, μόνιμοι ή προσκεκλημένοι, είναι κατά κανόνα οι πιό φανατικοί, μονομερείς κι ημιμαθείς εκφραστές όλων ανεξαίρετα των αποχρώσεων. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Οι πιό φωτεινοί και δημιουργικοί άνθρωποι, όποιους κι αν επιλέξει κανείς ανάλογα με τις προτιμήσεις του, κι είναι πολλοί περισσότεροι από όσους νομίζουμε αφού δεν τους βλέπουμε, είναι απόντες. Μιά μετριότητα προτιμά πάντα να συγκρίνει τον εαυτό της με μιάν άλλη μετριότητα.
Το όλο κλίμα συμπαρασύρει κι όλους τους εμπλεκόμενους πομπούς και δέκτες που έχουν καλές προθέσεις, όλους μας μας κάνει χειρότερους.
Να προστεθούν σε όλα τα παραπάνω κι άλλα:
Η επίδειξη πλουτισμού, δόξας κι εξουσίας. Η απουσία πολλών τομέων της ζωής από την ενημέρωση και η επιλεκτική παρουσίαση άλλων. Η αποκάλυψη ή η συγκάλυψη ανάλογα με τα συμφέροντα των επιχειρηματιών-ιδιοκτητών των ΜΜΕ. Η μονομερής παρουσίαση διεθνών ειδήσεων με πηγή αμερικάνικα κι αγγλικά κυρίως πρακτορεία και μέσα.
Συχνά πολλοί τα «βάζουν» με τους δημοσιογράφους. Έχουν κι αυτοί τις ευθύνες τους, μα δεν είναι αυτοί το κύριο πρόβλημα. Είναι το γεγονός ότι πάνω από το 90% της ενημέρωσης κι επικοινωνίας στην Ελλάδα το ελέγχουν κυριολεκτικά 10 το πολύ άτομα, ιδιοκτήτες των μέσων. Με τις συμμαχίες και τις αντιπαλότητές τους, με τις υπάρχουσες ή όχι διεθνείς εξαρτήσεις τους, με τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα και πριν από όλα με το προσωπικό υπαρξιακό τους στυλ. Αυτό και τα συμφέροντά τους υπαγορεύουν, το ποιά διευθυντικά στελέχη, όμοια ή πειθήνια, θα διαλέξουν, πιό είδος ενημέρωσης, κατ’ αυθαίρετη βούληση, θα προτιμήσουν ή θα απορρίψουν.
Οι άνθρωποι-ιδιοκτήτες κάνουν τη δουλειά τους. Εμείς τι κάνουμε;
Ο γιγαντισμός από όλες τις απόψεις των ΜΜΕ στη σύγχρονη εποχή είναι κι αυτός, δίπλα σε τόσα άλλα, ένα καινούργιο ιστορικό φαινόμενο. Οι άνθρωποι και οι κοινωνίες τους σε όλο το κόσμο δεν έχουν ακόμα προλάβει, να το συνειδητοποιήσουν και να το χειριστούν.
Το ανάθεμα δεν αρκεί. Ο χειρισμός είναι το ζητούμενο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΟΣ
dkoumantaros@gmail.com
H Πολιτεία του Κανένα-Καθένα

11 04 2008
Κωνσταντινου Βαγγέλης

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΩΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΜΕΣΟ στην οροθέτηση των κοινωνικό-οικονομικών σχέσεων.

Μια συμφωνία με το μέλλον είναι η αποδοχή του παρόντος.
Ο Ανθρώπινος νους έχει το προτέρημα ή το μειονέκτημα, να αναπτύσσει μεγαλύτερες ταχύτητες από την δύναμη της πράξης και του «μπορώ». Για το λόγο αυτό παρατηρούμε στο επίπεδο της θεωρητικής έρευνας, να διατυπώνονται πράγματα που ενοχοποιούνται ως κινούμενα στην σφαίρα της φαντασίας.
Ο κινηματογράφος αποτελεί μια ποιο σίγουρη εκδοχή στην κατανόηση του ποιο πάνω ισχυρισμού.
Στις ταινίες μεγάλου μήκους, το σενάριο άλλοτε υποκρύπτει και άλλοτε το δηλώνει εκ των προτέρων, ότι το μέλλον διαδραματίζεται υπό την σκέπη μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, και μάλιστα ιδιωτικής, όπου ο κόσμος αποτελεί ιδιοκτησία αλλά και εργαλείο που η ιδιοκτησία και η διαχείρισή του δημιουργεί απρόσιτες σκληρές φασιστικές εξουσίες που συσσωρεύονται σε ένα πρόσωπο. Ταυτόχρονα οι «παραβάτες» αποτελούν σύμφωνα με την φασιστική εξουσία του υποχθόνιου παγκόσμιου ηγέτη, ο κίνδυνος εναντίον της Γης και της ανθρωπότητας, εναντίον του περιβάλλοντος προστασίας και των ιδανικών μέσων ζωής, που ο ιδιώτης πλέον διαχειριστής του κοινού καλού, έχει εξασφαλίσει.
Σε άλλες περιπτώσεις, ο Παγκόσμιος ηγέτης-ιδιοκτήτης της Γης, παρουσιάζεται με ένα συμπαθητικό, αδέκαστο, καλοκάγαθο πρόσωπο και μάλιστα εκπρόσωπο περιθωριοποιημένων κοινωνιών που έχει τύχει της παγκόσμιας αποδοχής, συμπάθειας και «υποταγής» όλων των τοπικών Κυβερνήσεων, οι οποίες λειτουργούν ως άβουλα όργανα που δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν ούτε τον εαυτό τους.
Παρατηρείται από παραγωγή σε παραγωγή ποιο είναι το απαύγασμα της Αμερικάνικης διανόησης και ο βαθμός ανατρεπτικότητας που έχει μπολιαστεί ο ανώτερος εγκέφαλος σκέψης του Αμερικάνικου πολιτισμού.
Τα βασικά του όμως στοιχεία παραμένουν προσκείμενα στην κρατούσα φιλοσοφία της Ανωτερότητας της αμερικάνικης «φυλής» και του Αμερικάνικου ονείρου, που εξακολουθεί να επικυριαρχεί της ανθρωπότητας, του πολιτισμού και της στρατιωτικής υπεροχής ή ασφάλειας.

Στον Ελληνικό κινηματογράφο, ο ανατρεπτικός ιδεαλισμός κυριαρχείται, και μάλιστα κατά την περίοδο της Χούντας, από την αντίθεση του πλουτισμού επί πτωμάτων και της φτώχειας, όπου τα μεσοστρώματα δεν εμφανίζονται να παίζουν κάποιον ιδιαίτερο ή σημαντικό ρόλο στην διαπαιδαγώγηση της κοινής γνώμης και κυρίως των οικοκυρών που αποτελούν και την υπόγεια εμβόλιση της μέσης σκέψης και συνείδησης, στα πλαίσια της οικογένειας.
Ενώ ταυτόχρονα με την εξωτερίκευση της αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίας και του πλουτισμού που δεν σέβεται την ανθρώπινη ύπαρξη, η εξουσία εμφανίζεται όπως ισχύει στην πραγματικότητα, ώ υπηρέτης της καθεστηκυίας τάξης και το μόνο παράταιρο στοιχείο του σεναρίου είναι η αδέκαστη δικαιοσύνη που λειτουργεί έξω από το σύστημα εκφυλιστικών δομών της κοινωνίας.
Το Κράτος προστατεύεται όπως προστατεύονται και οι θεσμοί του και τα μόνα στοιχεία που ενοχοποιούνται είναι οι άνθρωποι του εργοδότη, η Αστυνομία και η μεσαία τάξη.
Σε κάθε Ελληνικό σενάριο, η αντίσταση δεν προσλαμβάνει συλλογικό χαρακτήρα αλλά εξατομικεύεται σε εξαιρέσεις όπως το «καθαρό κούτελο» του φτωχού μηχανικού , που στην παραγωγή έχει μια ιδιαίτερη θέση, εξέχουσα ανάμεσα στους εργάτες, αλλά με αυξημένη την πίστη στον Θεό, στην τιμή της οικογένειας, στην τιμή της κοινότητας και στην ηθική του σεβάσμιου χριστιανού.
Στην αντίθεση αυτή δεν παραλείπεται η εμφάνιση της αλλοτρίωσης του ήρωα από τις σειρήνες της άνετης ζωής των πλουσίων και της εξουσιαστικής τους επιφάνειας, όπου και το ίδιο το Κράτος υποτάσσεται σ’ αυτούς.
Τα φτωχά οικονομικά και άρα περιθωριοποιημένα κοινωνικά ( ταξικά) στρώματα έχουν μόνο μια τιμή. Την Τιμή τους, που είναι τα καθαρά χέρια, το καθαρό κούτελο και την πίστη στον Θεό.
Το σενάριο τους διδάσκει μαζί με όλα αυτά, πως πρέπει να έχουν πίστη στο Κράτος, ως Πατρίδα και στην Δικαιοσύνη ως τον υπερασπιστή του δικαίου που δεν υποκύπτει σε καμιά είδους εξουσία.
Παράλληλα το ηθικό δίδαγμα είναι ότι όποιος μπλέκετε με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες. Άρα η εναντίωση με το σύστημα δεν αποτελεί προσωπικό ή συλλογικό δικαίωμα που θα δημιουργήσει θετικό πλεόνασμα αλλά ή κάθε διεκδίκηση απονομής της δικαιοσύνης παρέχεται από το Κράτος και γι’ αυτό οι πολίτες πρέπει να είναι με το Κράτος.
Σε κάθε περίπτωση που η συλλογικότητα έρχεται να αναιρέσει την ατομική διεκδίκηση για το όλο, το οποίο άλλωστε ανταποκρίνεται και την κορπορατιστική αντίληψη του Κράτους, κατ’ αρχή ενοχοποιείται και στο τέλος αλλοτριώνεται από το εναγκαλισμό της πλουτοκρατικής εξουσίας στον αρχηγό της μάζας των εργατών μέσα από την κόρη του εργοδότη. Η συνένωση αυτή με το κεφάλαιο επιφέρει μια καλλίτερη ζωή στους εργαζόμενους, οι οποίοι εμφανίζονται δια της γυναικείας φύσης, με ψηλοτάκουνα και καθαρές ποδιές εργασίας.
Εδώ και πάλι κάνει την εμφάνισή του ο ρόλος των μεσαίων στρωμάτων και ειδικά του κομματιού εκείνου που έχει ανώτερη μόρφωση, μιας και οι εργάτες είναι ευάλωτοι στα τερτίπια της πλουτοκρατικής εξουσίας αλλά και φοβισμένοι στην κάθε απειλή της ζωής τους.
Τα σενάρια προτείνουν στην κάθε συλλογικότητα την ηγεσία της και στην εργαζόμενη κοινωνία του μεροκάματου την υποταγή της σε ηγέτες μιας ανώτερης από αυτούς μεσαίας τάξης.
Δεν αποτελεί καν παράδοξο που σήμερα ( εδώ και χρόνια) στην ΓΣΕΕ, η ηγεσία της αποτελείται από τα μεσοστρώματα των κοινωφελιτών, ενώ οι εργάτες δεν εκλέγονται ούτε καν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

Η δικαιοσύνη επιβάλλεται ως χρηστός κανόνας που προστατεύει τα αδιασάλευτο της εγκαθιδρυμένης τάξης πραγμάτων από την μια και από την άλλη συμπεριφέρεται αδέκαστα και παιδευτικά είτε προς την μία πλευρά, του εφοπλιστή που βουλιάζει το καράβι του για να επωφεληθεί των αποζημιώσεων χωρίς να τον ενδιαφέρει η ανθρώπινη ζωή, αλλά και από την άλλη σε έναν φτωχό και άνεργο που κλέβει ένα κουλούρι για να φάει.
Η Κοινωνική συγκρότηση λειτουργεί όπως ο Θεός αποφάσισε αλλά και όπως η μοίρα, το κάρμα, έλαχε. Ο φτωχός γεννήθηκε για να εργάζεται και να υπηρετεί και ο πλούσιος για να κερδίζει και να εξουσιάζει. Κάθε τι που αποτελεί αντινομία και διδάσκει δράσεις εκτός των χρηστών ηθών της καθεστηκυίας τάξης πρέπει να τιμωρείται και να ενοχοποιείται ως ανατρεπτικός κίνδυνος για την συνοχή και το μέλλον του Κράτους.

23 04 2008
Κωνσταντινου Βαγγέλης

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
.

Με αφορμή τις νομικές ρυθμίσεις για την συμβατότητα της ελεύθερης συμβίωσης παραθέτω μια σπουδή για την εξέλιξη των σχέσεων εκκλησίας και Κράτους.

Ο σεξουαλικός ορθολογισμός κατά την δογματική αλλά και μη δογματική αντίληψη της χριστιανικής θεωρίας, οδηγεί στο αντιφατικό συμπέρασμα, που μοιάζει με εξορκισμό, ότι η σεξουαλική ηδονή και απόλαυση θεοποιείται εντός του γάμου και ότι παράγεται μέσα σ’ αυτόν είναι νόμιμο.
Στην αντίθεση του στην κοινόβια ζωή ή την ομοφυλόφιλη σχέση «γάμου» η σεξουαλική ηδονή και η ελεύθερη συμβίωση είναι ισότιμη της πορνείας και του εξευτελισμού της θεϊκή υπόσταση του σώματος και του πνεύματος, επειδή ο άνθρωπος είναι κατασκεύασμα του ίδιου του θεού. Με άλλα λόγια λοιδορείται το δημιούργημα του θεού εκτοπίζοντας τον Θεό από το δημιούργημά του και το δημιούργημα από τον δημιουργό του. Δηλαδή δημιουργείται σχήμα στις αμφίδρομες σχέσεις δημιουργού και δημιουργήματος.
Όμως το παράδειγμα της οικογένειας που ανταποκρίνεται στην θεϊκή της υπόσταση και θεϊκή της απόδειξη, είναι η τεκνοποίηση χωρίς την αμαρτωλή σεξουαλική επαφή. Δηλαδή δια της επιφύσεως του Αγίου Πνεύματος. Αυτό άλλωστε διδάσκεται από την Παλαιά Διαθήκη, με την περιγραφή της γέννησης του Χριστού. Περιγραφή επηρεασμένη με αντίστοιχα στοιχεία ειδωλολατρικών θρησκειών.
Αντίθετα στον καπιταλιστικό άνθρωπο η σεξουαλική απελευθέρωση του ατόμου καταπιέζεται μέσα στα ηθικοπλαστικά όρια της οικογένειας επειδή αυτά έχουν ορισθεί ως ενέργεια θρησκευτικής αγάπης που κατευθύνεται προς τα άνω χωρίς να του επιτρέπεται η φυσική του κατεύθυνση.
Για να συνδεθεί η αναπαραγωγή με την σεξουαλική επαφή, αυτό που φαίνεται φυσιολογική ακολουθία στην εξέλιξη των ζώων αλλά όχι αυτονόητο στο λογικό όν, συνδέθηκε με την έκπτωση εκ του Παραδείσου των πρωτόπλαστων, αλλά μαζί μ΄ αυτό προστέθηκαν και άλλα επιζήμια για τον άνθρωπο, όπως η δουλεία, η διαφέντευση ή υποταγή, η δοκιμασία, ο θάνατος και η εξιλέωση στην επόμενη παρουσία του θεού στην γη.
Στην πραγματικότητα, στον καπιταλιστικό άνθρωπο η ερωτική ανάταση αρχίζει κυρίως από τα έξω, δηλαδή από την ίδια την αισθησιακή απόλαυση και όχι από τις ψυχικές ενέργειες, που οδηγούν προς τα άνω, ως επακόλουθο της θρησκευτικής, «της καθαρής αγάπης των ανθρώπων».
Βλέπουμε λοιπόν δυο αντιφάσεις που προσδίδονται στην σεξουαλική φιληδονία του ανθρώπου και τις ανακαλύπτουμε και στο επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής του λειτουργίας, ως παραγωγό ή ως καταναλωτή.
Στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ο άνθρωπος της σύγχρονης οικονομίας
αποσπάται από κάθε θρησκευτική-πνευματική κατεύθυνση και βιώνει την πραγματικότητα που το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα έχει επιβάλει, παρά την αντίθεση του στον «ανήθικο» και «αμαρτωλό» τύπο σεξουαλικής απελευθέρωσης που ενοχοποιείται από την Εκκλησία και τα διάφορα θρησκευτικά της δόγματα, ( Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Προτεσταντισμός,).
Ο φραγμός των σεξουαλικών ορμών, ενώ επιχειρείται από την οπτική της χριστιανικής ηθικής ελέγχεται από τον καπιταλισμό από την ηθική του κέρδους και της εξουσίας.
Δηλαδή ο καπιταλισμός από την μια μεριά βοηθά την Εκκλησία στα ζητήματα χριστιανικής ηθικής – ηθική στην υποταγή του θρησκευτικού καταναγκασμού- και από την άλλη διαχειρίζεται την ηθική αυτή ως μέσο εξουσίας και ασφάλειας ανάπτυξης των κερδών.
Ανεξάρτητα της συμφωνίας που μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα υπήρχε μεταξύ Κεφαλαιουχικής εξουσίας και Εκκλησίας, εντούτοις η μια ηθική δεν συνέπεσε ποτέ με την άλλη, αλλά λειτούργησαν υποστηρικτικά στην υποδούλωση του ανθρώπου. Δηλαδή οι αιτίες δεν είχαν ταυτόσημη βάση ηθικής αλλά η κάθε πλευρά ανεξάρτητα πως αντιλαμβανόταν την ηθική είχαν συμφωνήσει ότι εξυπηρετούσε η ερμηνεία της ηθικής από θρησκευτικής άποψης η οποία προεκτεινόταν και στο επίπεδο της ατομικής ιδιοκτησίας και στην επιβολή νόμων διευθέτησης υπέρ του κέρδους, της ατομικής ιδιοκτησίας και της δουλείας.( Η μισθωτή εργασία είναι η εξελιγμένη μορφή της δουλείας, την οποίαν προπαγάνδισε η εκκλησία).
Δεν υπήρξε μια συμπληρωματική σπουδή ηθικής από την καπιταλιστική εξουσία προς ένα καθολικό έλεγχο των «παθών»που θα οδηγούσε σε μια πορεία καθολικής ευλάβειας και αγάπης προς τον Χριστό και στο επόμενό του, την φτωχή του ζωή και θυσία. Γιατί σ’ αυτήν την υποθετική περίπτωση, θα έπρεπε κατ’ αρχή τα «θύματα» της να ήταν οι ίδιοι οι Αστοί παραγωγοί και επιχειρηματίες, που μέχρι τούδε αποτελούσαν τα προβεβλημένα αξιόλογα, θρησκευόμενα και ευλαβή άτομα της κοινωνίας.
Ίσα –ίσα, αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι στηρίχθηκαν αμοιβαία δύο τύποι ανθρώπων, εκείνου του αγαθού και εργατικού που απασχολείται καθημερινά ως «καταναλωτής» και ενεργού αποδέχτη των χριστιανικών νουθεσιών, και εκείνου που εξωτερικεύει την «σεξουαλική» του επιθυμία με τον ερωτισμό που διακρίνει την εξουσία, της μετατροπής των «παθών» σε χρηματιστηριακό κίνητρο και μεγέθυνση της οικονομικής επιρροής και που εκδηλώνεται ως απεριόριστη τάση προς το κέρδος.
Τον δεύτερο τύπο αποδέχθηκε η εκκλησία περισσότερο, παρά την άποψη της για την πνευματικοποίηση της σεξουαλικής ζωής, επειδή δεν της στερήθηκαν δικαιώματα εξουσίας, δεν υποχρεώθηκε σε οικονομικό μαρασμό και δεν έχασε την καθοδηγητική της διεισδυτικότητας στην κοινωνία, παρ’ ότι υποχρεώθηκε να υπηρετεί την άρχουσα τάξη με όρους αμοιβαιότητας αλλά πάντως έξω από τα «θεϊκά» δόγματα που δικαιολογούν την ύπαρξη της.
Η εκκλησία, από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους συγκροτήθηκε χωρίς κάποια ιδιαίτερη οργάνωση, χωρίς δηλαδή κάποιο ιερατείο, επηρεασμένη από τις φιλοσοφικές σχολές της Ελληνιστικής περιόδου (Στωικούς, Νεοπλατωνικούς, Γνωστικούς) , και σε μεγάλο επίσης βαθμός από τις Ιρανικές και Βαβυλώνιες μυθοπλασίες, που σε πολλά σημεία όπως π.χ. καταγράφονταν και εορτάζονταν ο θάνατος και η ανάσταση του θεού ( Βαβυλώνιο ιερό δράμα) με την παρουσία των δύο ληστών, ή την Γέννηση με την γέννηση του Περσικού θεού Μίθρα, παντρεύοντας την θρησκευτική τελετουργία των ειδωλολατρικών κοινοτήτων που είχε αναπτυχθεί στην βάση των τοπικών ή και καθολικών θεοτήτων με τον διεθνιστικό χαραχτήρα της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού. Στα τελετουργικά και τις γιορτές επακολουθούσε μια σεξουαλική κραιπάλη που η εκκλησία την εξόρκιζε ως έργο του σατανά.
Όπως ο Μιθριανισμός ( η πιο ισχυρή θεολογική αντίθετη του Χριστιανισμού) θεωρούσε την σαρκική επαφή αμάρτημα ο Χριστιανισμός συμφωνούσε σε περισσότερο αμάρτημα. Στο κατά Ματθαίον διαβάζουμε: «Εγώ δε λέγω υμίν, ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμείσαι αυτής, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού. Ει δη ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου και μην όλον το σώμα σου βληθεί είς γεενναν».Αλλά και «και ει η δεξιά σου χειρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου…»
Αλλά το ίδιο δεν συναντάμε και με τον αυτό-ευνουχισμό των Γκάλλων ιερέων του Άττυ ;

Οι γάμοι μεταξύ αδελφών, ενώ εξορκιζόντουσαν από την εκκλησία ως προϊόν «μαγείας» ή «εισβολή» του Σατανά, στα βασιλικά ζευγάρια ευλογήθηκε περισσότερο διότι οι Βασιλείς είχαν την του Θεού Σοφία και αποτελούσαν τους εκ δεξιών Του προνομιούχους και επιφορτισμένους την προστασία της ψυχής και του σώματος του λαού Του.
Αυτή όμως η συναλλαγή της μεσολάβησης έφερνε σε θέση υποταγή τους Βασιλείς και Αυτοκράτορες σε σχέση με την εξουσία της εκκλησίας που τώρα διαχεόταν και προς τα τμήματα των ευγενών. Μια εξουσία που πήρε αργότερα διαστάσεις όταν απόκτησε σημαντική οικονομική εξουσία είτε μέσα από τα κτήματα, την καλλιέργεια, το εμπόριο, τα μοναστήρια και τα θαύματα.
Το ίδιο όμως συνέβη και μετά την Αστική επανάσταση και την καθαίρεση της φεουδαρχίας.
Τώρα τα νέα «άντρα» εξουσίας μοιράζονταν ανάμεσα στους καπιταλιστές επιχειρηματίες και παραγωγούς, που αποτελούσαν και τους πιο σημαντικούς χρηματο-χορηγούς της επιρροής της εκκλησίας στις μάζες των εργαζομένων.
Η χρηματο-χορηγία συνδυάσθηκε με την παροχή εξουσιών στην εκκλησία, μια παροχή που σε αρκετές περιπτώσεις έφθασε στο επίπεδο της συγκυβέρνησης του Κράτους και ιδιαίτερα τις περιόδους κατάργησης των ελευθεριών ή την επιβολή άγριων μέτρων οικονομικής εκμετάλλευσης των μαζών.
Στον βαθμό που το καπιταλιστικό κεφάλαιο δεν είχε υπερβεί καθεστωτικές χριστιανικές αντιλήψεις, γιατί βολευόταν μέσα απο αυτές, και δεν μπορούσε να δει την αύξηση των κερδών του από την μεγέθυνση του πεδίου δράσης της επιχειρηματικότητας, τόσο δεν απειλούταν η εξουσιαστική υπεροχή της εκκλησία στις μάζες και στη ηθική του Κράτους.
Αν προσπαθήσουμε σήμερα να ερμηνεύσουμε είτε την αντίδραση της εκκλησίας μας στον πολιτικό γάμο ή την αντίδραση της στην νομιμοποίηση της ελεύθερης συμβίωσης που δημιουργεί νομικό δεσμό αντίστοιχο του νομικού δεσμού του γάμου, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τις σχέσεις οικονομίας χρήματος και εξουσίας που μέχρις εχθές δεν είχαν αμφισβητηθεί αλλά και δεν είχαν ομολογηθεί.
Η νομιμοποίηση παραδείγματος χάρη του ομοφύλου ζευγαριού πετά στα σκουπίδια τον καθωσπρεπισμό στην επιχειρηματικότητα και «νομιμοποιείται», απελευθερώνεται η βιομηχανία παραγωγής προϊόντων στο νέο καταναλωτικό υποκείμενο, η οποία πλέον δεν περιορίζεται στα εύπορα τμήματα αυτής της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Σε αυτήν την νέα κοινωνική διαστρωμάτωση δεν υπάρχει χώρος ( δεν ξέρουμε αύριο) για την εκκλησιαστική ηθική αλλά σίγουρα έχουμε μια σημαντική απώλεια εσόδων. Μεγιστοποιείται όμως από την νομιμοποίηση της άνευ γάμου συμβίωσης, που ενδεχομένως να αποτελεί και το ενδιάμεσο της σημαντικής μείωση των διαζυγίων και από την άλλη την αύξηση των γεννήσεων, αφήνοντας εκτός «νυμφώνος» τους μέχρι πρότινος ετέρους τους.
Αλλά βεβαίως μειώνεται η προνομιακή εξουσία στην ερμηνεία της ηθικής που είχε βολέψει την εκκλησία στην άσκηση μιας εκβιαστικής, ανταποδοτικής πιο πολιτισμένα, εξουσίας τόσο στις κυβερνήσεις όσο και στον λαό.
Ενώ μέχρι εχθές ο λόγος του κομματάρχη, του πολιτευτή, του βουλευτή του Πρωθυπουργού είχε την αβανταδόρικη νομιμοφροσύνη της θείας βουλήσεως δια μέσου των παπάδων, των Δεσποτάδων ή του Αρχιεπισκόπου, σήμερα – αύριο – η εξουσία αυτή που είχε επιτευχθεί στην βάση της ανταποδοτικότητας και της μεσολάβησης, εξαϋλώνεται.
Μια άλλη και πολυ γνωστή μας ρήξη, μεταξύ Κράτους και εκκλησίας, είναι η γενικευμένη αντίδραση των κοινοβουλευτικών κομμμάτων στην ορκωμοσία της Κυβέρνησης και των βουλευτών μέσα απο την «θεϊκη» νομιμοποιησή τους.
Τα κόμματα της Δεξιάς, που πάντα χρησιμοποίησαν την εκκλησία υπέρ της υποταγής του Λαού και την εξασθένιση του λόγου και της λογικής, είναι τα μόνα που εξακολουθούν έστω και «αναχρονιστικά» να θέλουν την συνέχιση της παλιάς τους σχέσης.
Όσο η παγκοσμιοποίηση προχωρά στην διαμόρφωση νέων τάξεων και νέων εξουσιών τόσο η Εκκλησία θα αμύνεται αλλά και τόσο θα εκσασθενεί.

5 05 2008
Κωνσταντινου Βαγγέλης

ΜΙΑ ΘΕΣΗ με αφορμή την 1η Μάη και τα συνδικάτα.

Η κρίση στο εργατικό κίνημα ελέγχεται αν είναι κρίση του Κινήματος και κρίση Συνδικαλιστική.
Η απουσία του συνδικαλισμού, αποτελεί κοινό μυστικό στους χώρους των συνδικάτων, από την εποχή μάλιστα που τα συνδικάτα «πάλεψαν» για την χρηματοδότησή τους από το Κράτος αλλά και την «συμμετοχή» τους στα κέντρα αποφάσεων.
Την περίοδο των «παχιών» αγελάδων, που τα συνδικάτα είχαν την δυνατότητα να επεξεργαστούν ένα πολιτικό όραμα, όπως αντίστοιχα υπήρχε πριν τον πόλεμο αλλά και αμέσως μετά, ώσπου ήρθε η Χούντα, επινόησαν το όραμα του Σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, δια της μεσολαβήσεως των κομμάτων και δη του ΠΑΣΟΚ.
Αποδέχτηκαν ένα ρόλο φιλότιμου αλλά και φτωχού συγγενή με την πολιτική και με την εξουσία.
Εκχώρησαν κάθε κατάκτηση τους και κάθε δικαίωμα στην νομοθετική σχέση ΚΡΑΤΟΥΣ – ΚΟΙΝΩΝΙΑ . Δεν κατανόησαν ποτέ ότι καθετί που εκχωρείς προς «κατοχύρωσή σου» στο Κράτος , βάζεις από τον φεγγίτη το Κράτος επιβήτορα των θέλω σου και της ζωής σου.
Η διαπίστωση του Παναγόπουλου, Πρόεδρου της ΓΣΕΕ, ότι ορισμένες Αριστερές παρατάξεις στο εργατικό κίνημα ασχολούνται με ζητήματα που αποτελούν προνομιακό χώρο των κομμάτων, ενισχύει την συλλογιστική των περισσότερων επιστημονικών συζητήσεων σχετικά με το ζήτημα αν στον εργατικό οργανωμένο χώρο υφίσταται κίνημα και αν το κίνημα είναι συνδικαλιστικό.
Η συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων που αποτελούσε κυρίαρχο ζήτημα των συνδικάτων λειτούργησε ταυτόχρονα και ως Αχείλιο Πτέρνα . Η θνησιγενή «ταξική» συνείδηση των νέων συνδικαλιστών επηρεασμένη από ένα άλλον Μάη του 68, ξέχασαν στην πορεία ότι η «επανάσταση» και η αλλοτρίωση της εξουσίας είναι αδέρφια και όχι πρώτα ξαδέρφια.
Στην δίνη αυτής της αλλοτρίωσης τα συνδικάτα πρέπει να έχουν πλέον ως κύριο μέλημα τους να αντιμετωπίσουν τον ίδιο το εαυτό τους απο το να ξορκίζουν τον καλό καιρό και τις γιορτές του Πάσχα ώς δικαιολογία για την εικόνα της πρωτομαγιάτικης συγκέντρωσης μπροστα απο το κτήριο της ΓΣΕΕ.
Η έλλειψη πολιτικού οράματος όχι μόνο στερεί την δυνατότητα πολιτικού Λόγου στα συνδικάτα, αλλά ενισχύει την διαχειριστική αντίληψη των συνδικάτων ως υποπροϊόντα των κομματικών πολιτικών και του πολιτικού τους Λόγου των Κομμάτων.

Έχω ξαναγράψει, ότι τα κόμματα δραστηριοποιούνται στην Ρητορική που έχει αντικαταστήσει τον πολιτικό Λόγο.
Η ρητορική υποκρύπτει την βάση μιας σύγχρονης καταπιεστικής μορφής εξουσίας, που ευαισθητοποιείται τάχατες σε ζητήματα της καθημερινότητας του πολίτης αλλά όχι του εργαζόμενου και που βλέπει να εξελίσσονται τα πράγματα μέσα από την καλλίτερη , δηλαδή την ευφυέστερη, διαχείριση των ίδιων μοντέλων, της ίδιας εξαθλίωσης.
Τα συνδικάτα από την πλευρά τους , ως ιμάντες μεταφοράς δεδομένων των κομματικών μηχανισμών και των ιδεολογημάτων τους, πιστά στην διαχειριστική τους φυσιογνωμία κράζουν ενάντια στην φτώχεια, την ακρίβεια, την ανεργία χωρίς την δυνατότητα να επεξεργαστούν τον πολιτικό Λόγο που θα δίνει μια εναλλακτική διέξοδο, ακόμα και κυρίως στον τύπο και την φυσιογνωμία των κομμάτων που θα επιθυμούσαν ώστε η πολιτική δράση τόσο στο επίπεδο του συνδικαλισμού όσο και στο επίπεδο της κυβερνητικής εξουσίας, να καταστήσουν την Κοινωνία επικυρίαρχη του Κράτους.
Η Αριστερά από την πλευρά της πορευόμενης ακόμη στο ίδιο δρόμο των μεγάλων ηττών φαίνεται η μια της πλευρά εγκλωβισμένη στην «καθαρότητα» και στην «μοναδικότητα» της Ταξικής της καταγωγή και η άλλη ανήμπορη να διαχειριστεί την τάση μεγιστοποίηση της παρεμβατικότητα της στα κοινωνικά στρώματα , δεν μπορεί να εμπνεύσει την ανάπτυξη ενός νέου οργανωτικού σχήματος στον εργατικό απασχολούμενοι χώρο.
Να θυμίσουμε όπως, η αναρρίχηση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία πάτησε σε νέες μορφές οργανωμένης πάλης των εργαζομένων και των αγροτών, με τον Εργοστασιακό ή Εργασιακό συνδικαλισμό και το συνεταιρισμό ως κίνημα .
Η σημερινή οργανωτική ταυτότητα των εργατικών συνδικάτων ανακυκλώνεται μέσα στην δίνη των αδιεξόδων της . Αδιέξοδα που απομακρύνουν τα συνδικάτα από τον πολιτικό – κοινωνικό τους ρόλο.
Παραδείγματος χάρη, ο εργαζόμενος ως καταναλωτής ή ο εργαζόμενος ως κάτοικος ή χρήστης αλλά και θήτης του περιβάλλοντος οφείλει να έχει το συνδικάτο του.
Η ίδια η συνδικαλιστική του οργάνωση πρέπει να λειτουργεί και ως καταναλωτική οργάνωση και ως περιβαλλοντική οργάνωση.
Δεν έχω δει σήμερα ή μέχρι σήμερα ένα συνδικάτο να κατέβηκε σε απεργία επειδή ο εργοδότης της επιχείρησης είχε οργανώσει την παραγωγή του κατά τρόπο που επιβάρυνε το περιβάλλον, και είχαν δεχτεί να χάσουν μεροκάματα ώστε να υποχρεώσουν τον εργοδότη τους να επενδύσεις σε μια φιλική προς το περιβάλλον παραγωγική διαδικασία.
Όσο λοιπόν τα συνδικάτα βρίσκονται αντιμέτωπα με τον άνθρωπο τόσο οι άνθρωποι –εργαζόμενοι θα τους γυρίζουν την πλάτη.
Όσο τα συνδικάτα και τα στελέχη τους τα ζητήματα κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής τα αφήνουν στους άλλους ( βλέπε κόμματα) τόσο θα αποστεώνονται και τόσο πιο σηψαιμικά θα εξελίσσονται.

13 05 2008
vkonstantinou

Απο την Σκύλα στην Χάρυβδη και απο την Βενζίνη στον ΟΤΕ

Σ’ αυτήν την περίεργη χώρα των μεγάλων λόγων και των λιλιπούτειων έργων, όπου ο γιγαντισμός αντικατοπτρίζει την μεγαλόσχημη πραγματικότητα του τίποτα, στα ΜΜΕ παρελαύνουν ειδήμονες και πολιτικοί που εν μέσω χαβρωτικής κατάστασης αδιάλειπτων φωνασκιών, επιδίδονται στην ανάλυση της πραγματικότητας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την απεργία των Δημοσίας Χρήσεως φορτηγώνκαι βυτιοφόρων, την αύξηση της τιμής των καυσίμων και την αυξημένη απόδοση των φόρων που εισπράττει ο Αλογοσκούφης, επειδή ο φόρος εκφράζεται σε ποσοστά.
Τα βυτιοφόρα Δ.Χ. καταναλώνουν για την κίνηση τους αφορολόγητο πετρέλαιο.
Πόσο αυξήθηκε ώστε να ζητούν αύξηση πάνω από 5% των κομίστρων;

Οι αγρότες και οι Βιομηχανίες μεταποίησης και συσκευασίας αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, διαμαρτύρονται όπως και ο ΟΕΒΕ, για την κατάσταση αυτή, επειδή δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν για την μεταφορά των προϊόντων τους τον Σιδηρόδρομο
Ο Σιδηρόδρομος, είναι το πιο αδικημένο μέσο μεταφοράς εμπορευμάτων, που θα συντελούσε και στη μικρή επιβάρυνση του τελικού προϊόντος από το κόστος μεταφοράς.
Όμως ούτε τα μέσα ενημέρωσης, ούτε οι πολιτικοί, ούτε τα συνδικάτα ή οι ενώσεις καταναλωτών, θέτουν το ζήτημα των εμπορικών διακινήσεων με ανταγωνιστικά μέσα, προς αυτά των τροχοφόρων Δ.Χ.

Η οικονομία της Ελλάδας προσομοιάζει περισσότερο με μια σαρανταποδαρούσα σε αναπηρικό καρότσι. Έχει πάρα πολλά πόδια κίνησης της ως γλάστρες, και επιμένει σε ό,τι αντιπαραγωγικό, επισφαλές και αντιοικονομικό, περιμένοντας οι εργαζόμενοι να ευτυχίσουν στον νου και να εργάζονται χωρίς δικαιώματα και χωρίς μισθούς και ασφάλεια.
Οδηγείται η οικονομία, στη διαμόρφωση μιας καθεστωτικής νέας αντίληψης, όπου η ανικανότητα της Κυβέρνησης, δεν την οδηγεί στην παραίτηση ( είναι πολλά τα γραμμάτια εξαργύρωσης και πολλά τα λεφτά που αλλάζουν χέρια), αλλά στην μετατροπή της σε νονό της μέρας και της νύχτας.
Η Κυβέρνηση – νταβατζής που μας προέκυψε, αφού βρήκε πως είναι ανίκανη να διαχειριστεί τα του Κράτους, πουλάει το Κράτος σε ιδιώτες. Αφου δεν μπορεί να ελέγξει την αγορά και τις τιμές, απικαλείται την Ε.Ε. και τον ανταγωνισμό.
Διατείνεται ότι αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση πριμοδοτεί την «ελεύθερη αγορά» και την «ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών», κουτόφραγκα προφασίζεται πως το Κράτος και το συμφέρον της χώρας διασφαλίζεται από τον «πατριωτισμό» των Πολυεθνικών επιχειρήσεων, τον «Πατριωτισμό» του Κέρδους και τον υγέιή ανταγωνισμό και στην αντίθετη περίπτωση πετάει στην ηττοπαθή αριστερά που διεκδικεί την εξουσία ( ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) το γάντι, για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση των Κεφαλαιοκρατών και των Πολυεθνικών.

Με λυπεί το γεγονός, που μέχρι σήμερα δεν έχουμε λύσει το ζήτημα αυτό. Δηλαδή ως Αριστερά, έχουμε αφεθεί σε βαγονέτο του εκσυγχρονισμού και του νεοφιλελευθερισμού , βαμμένο στα χρώματα από την περίοδο των «παιδιών των λουλουδιών», της οικολογίας και της «πράσινης επανάστασης» και για να μην μας πουν αναχρονικούς και οπισθοδρομικούς ψάχνουμε να ανακαλύψουμε τη χαμένη ανθρώπινη συνείδηση του Ιμπεριαλισμού και της παγκοσμιοποίησης.

Λέει εχθές ο Βορίδης στον Λαφαζάνη στον ΑΛΤΕΡ, » δηλαδή θέλετε να φύγουμε από την Ε.Ε.;» Ο Λαφαζάνης κομπλάρει σηκώνει τους όμους σαν να έλεγε «… όχι βέβαια».
Ο Βορίδης συνεχίζει: «άσε τότε να πω εγώ δυο πράγματα μπας και λύσουμε το πρόβλημα».

Ποιο είναι το πρόβλημα;

Ότι εφ’ όσον, επιμένεις στον τύπο και στην προσωπικότητα της Ε.Ε. όπως έχει διαμορφωθεί και δεν έχεις θέση εξόδου τουλάχιστον από τον καθεστώς του ευρώ και της ΟΝΕ, τότε δεν έχεις περιθώρια σκέψης που αντιτίθενται στα μέσα και τα μέτρα πού λειτουργεί η «ελεύθερη οικονομία» άλλα είσαι υποχρεωμένος εντός των τειχών να βρεις τρόπους που θα ελέγξεις την αγορά χωρίς να χάσει την ελευθερία της.
επομένως αν καταφέρεις να βρεις αντίμετρα εφευρηματικά που να κολλάνε στον τοίχο την Κυβέρνηση, τότε θα αυξήσεις και τα εκλογικά σου ποσοστά και θα καταστεί κάποια στιγμή Κυβέρνηση.
Διαφορετικά ακολούθα τη πολιτική γραμμή του ΚΚΕ, όχι στο σύνολό της γιατί είναι αδιέξοδη, αλλά στα βασικά της σημεία, όπου με περισσότερο ποιοτικό λαϊκό λόγο και όχι ρητορική, κάνει την διαφορά ως κόμμα ή φορέα ισχυρής αντιπολίτευσης, φορέα όμως που να αποτελεί τον τροφοδότη του πολιτικού και διεκδικητικού λόγου των κοινωνικών κινημάτων.
Δεν έχουμε άλλο γήπεδο για να παίξουμε σύντροφοι.
Ούτε ως Αριστερά έχουμε την πολυτέλεια να πατάμε σε δυο βάρκες για να μην μας πουν αναχρονιστικούς ή οπισθοδρομικές κομπανίες, που αφού δεν έχουμε στόχους τη διακυβέρνηση της χώρας είναι και ανέξοδος ο Λόγος μας και ανέξοδη η Πολιτική μας.

Ο Λαός μας βρίσκεται σε απόγνωση.

Τι είδε από την Κυβέρνηση Σημίτη ή την σημερινή του Καραμανλή. Και που σήκωσαν την φούστα μέχρι τον αφαλό, έγιναν επενδύσεις; Το Ελληνικό κεφάλαιο δεν την έκανε στα Βαλκάνια; Δεν έκλεισαν βιομηχανικές μονάδες και μετοίκησαν γι αλλού; Δεν ανεβαίνει συνεχώς ο πληθωρισμός; Δεν αυξάνεται η ανεργία και η φτώχεια; Δεν αποδομείται το Κράτος και δεν ιδιωτικοποιείται; Δεν απομυζάται το εισόδημα και κανένας Έλληνας εργαζόμενος δεν μπορεί να καταθέσει ένα ρημάδι ευρώ αποταμίευση και όλοι είμαστε χρεωμένοι;
Είναι αναχρονιστικό να διακηρυξουμε την αντίθεσή μας στην ΟΝΕ και στο Ευρώ
Αν δεν το κάνουμε αυτό, σε τι διαφέρουμε από την Ν.Δ. το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ;

Ακούστε Σύντροφοι.
Ή θα ασκήσουμε μια Αριστερή Πολιτική στα πλαίσια της Παγκοσμιοποίησης και του Ευρωπαϊκού Ιμπεριαλισμού χωρίς αμφισβητήσεις και τα σχετικά ή θα ασκήσουμε Αριστερή Πολιτική ανατροπών, ρήξεων και επαναστάσεων.

ΤΡΙΤΟΣ δρόμος ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ.

26 05 2008
Κωνσταντινου Βαγγέλης

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ….. ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ Ε.Σ.Κ.

Πληθαίνουν οι αναζητήσεις και οι προβληματισμοί που σχετίζονται με την εξερεύνηση των αιτίων της αποκαθήλωσης στην συνείδηση των εργαζομένων, των σωματειακών τους οργανώσεων΄.

Σε καμιά προβληματική που έχει επιδιωχθεί η εξερεύνηση και η αποτύπωση των αιτιών αυτών, δεν έχει τεθεί το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση.

Εδώ παρουσιάζω, έστω και με αποσπασματικό τρόπο βασικές θέσεις κρητικής τόσο στην δράση των συνδικάτων όσο και στις ευθύνες των πολιτικών κομμάτων για την σημερινή κατάντια του εργατικού οργανωμένου χώρου.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Συνήθως θεωρείται δεδομένη η δομή και ο χαρακτήρας των σωματειακών οργανώσεων, καθώς και ο θεσμικός ρόλος τους στην κοινωνία και η όποια κρητική ασκείται στο αποτέλεσμα των νέων οικονομικών αναδιαρθρώσεων που δημιουργούν νέα μοντέλα εργασιακών σχέσεων.

Αλλά το πρόβλημα δεν σχετίζεται μόνο με την νέα κατάσταση της οικονομίας ούτε και με τις καινούργιες εργασιακές σχέσεις, το πρόβλημα περισσότερο σχετίζεται με τις αιτίες που οδήγησαν τους εργαζόμενους να δημιουργήσουν τις ενώσεις τους.

Στην προ- εμφυλιακή περίοδο οι σωματειακές οργανώσεις δημιουργούνται βασιζόμενες στην αναγκαιότητα των δύο ποδιών.

Από την μια, η ανάπτυξη του ρεφορμιστικού αγώνα που καλυτέρευε τις συνθήκες εργασίας και βιοτικής εξέλιξης και από την άλλη η ανάπτυξη της σκέψης και του λόγου, που στόχο είχαν να εμπεδώσουν σ’ όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης την πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Η δομή τους όμως ήταν εξ’ υπαρχής θνησιγενής για το μέλλον τους αλλά και για την ανάπτυξη ταξικής, κοινωνικής, πολιτικής και επαναστατικής συνείδησης.

Οι ίδιες οι οργανώσεις αλλά κυρίως η πρωτοπορία τους, συγκινημένες από την χριστιαννο-σοσιαλιστική ηθική της Ευρώπης και κυρίως από την εισαγωγή του Ουτοπικού Σοσιαλισμού που εκπροσωπούσαν οι νέοι διανοούμενοι που είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στο εξωτερικό, αντέδρασαν οργανωτικά ανάλογα με ότι πρωτοξεκίνησε την βιομηχανική Ευρώπη και που δεν αντιστοιχούσε με τις σταθερές της Ελληνικής Οικονομίας.

Το ότι η οικονομία της Χώρας είχε επιλεγεί από τα ξένα συμφέροντα να είναι προσανατολισμένη στο ελεύθερο εμπόριο και τις υπηρεσίες, καθώς αυτό λειτουργούσε αναγκαστικά σε βάρος της ανάπτυξης βιομηχανικών μονάδων και παραγωγής μεταποιητικών προϊόντων, δεν ελήφθη υπόψη από την κομματική νομενκλατούρα του ΣΕΚΕ και αργότερα του ΚΚΕ, στην συγκρότηση των εργατικών οργανώσεων. Γιατί ανεξάρτητα της δημιουργίας του ΣΕΚΕ, οι πρώτες οργανώσεις δεν ήταν ούτε ταξικές ούτε εργατικές – ρεφορμιστικές.

Όμως η εξέλιξή τους λειτουργούσε κοινωνικοπολιτικά, διασπαστικά και ανταγωνιστικά στο σύνολο τους αλλά και εκτός συνόλου.

Ο κομματικός προσανατολισμός που τροφοδοτούσε τις Σ.Ο. είχε μονοδιάστατα στόχο να επαναλάβει το ποιο αμφίβολο και ακυρωτικό για τον μέλλον της Κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας εγχείρημα, της Οχτωβριανής επανάστασης. Το ίδιο λάθος που είχε κάνει στα βιαστικά του βήματα ο Λένιν ( γιατί η Ρωσία ήταν το ποιο άγονο μέρος εφαρμογής μιας προλεταριακής επανάστασης) στο ίδιο λάθος προσανατόλιζε τις σωματειακές οργανώσεις η ηγεσία του ΣΕΚΕ ( ΚΚΕ).

Το κράτος από την άλλη δημιουργούσε το αντίθετο της συνδικαλιστικής οργάνωσης που ελεγχόταν από την Αριστερά σε μια προσπάθεια αφ’ ενός να ελέγξει τις οργανωμένες δυνάμεις και από την άλλη να τις συκοφαντήσει ως κινούμενες από τα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων.

Πριν ακόμα ξεμπερδέψει το νεοσύστατο εργατικό κίνημα με τα ζητήματα ταξικής συνείδησης και πολιτικού λόγου και οριοθετήσει την θέση του στην οικονομική ανάπτυξη και στο τι δημιουργούσε και στο πως, έμπαινε στα βαθιά νερά του Διεθνισμού όταν ακόμα και οι λεγόμενες αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις ήταν έντονα συντηρητικές και εθνικιστικές.

Ήταν πολύ εύκολο να συκοφαντηθεί ο Διεθνισμός από την υπέρμετρη εθνικιστική συνείδηση των Ελλήνων εργατών και Πολιτικών.

Η δομή της ιεραρχίας του εργατικού κινήματος στο επίπεδο της συλλογικότητας, δεν άφηνε περιθώρια ανάπτυξης ταξικών συνειδήσεων μιας και ήταν προσανατολισμένη είτε ανάλογα το επάγγελμα είτε ανάλογα της κομματικής ένταξης των ηγετών τους.

Αλλά και ο Λαός ήταν διαιρεμένος σε πολιτικές φράξιες που τον εμπόδιζαν να έχει πυκνή συμμετοχή στα συνδικάτα του. Η πολιτική ηγεσία της Αριστεράς που διαφέντευε τα περισσότερα συνδικάτα και ομοσπονδίες ήταν κατά κύριο λόγο υπεύθυνη για την έλλειψη μαζικότητας των οργανώσεων.

Οι αγώνες που δόθηκαν δεν εξιλέωσαν τις ιστορικές ευθύνες της Καθοδήγησης, ευθύνες και πολιτικές πράξεις που μας ακολουθούν μέχρι σήμερα ως …. προπατορικό αμάρτημα.

Η διαίρεση της ΓΣΕΕ σε τρις οργανώσεις, κάτι που σήμερα είναι αναγκαία, τότες καθοδηγήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ με τα ίδια επιχειρήματα που προβάλει το ΠΑΜΕ σήμερα. Από την μια οι καθαροί και ταξικοί αγωνιστές και από την άλλη οι ρεφορμιστές, τα μιάσματα, οι πουλημένοι και οι εργοδοτικοί.

Μπροστά στον κίνδυνο της εγκαθίδρυσης του φασισμού, η αλλαγή της ηγεσίας του ΚΚΕ από τον Ζαχαριάδη, λειτούργησε προς την κατεύθυνση την αλλαγής λόγου και αντιλήψεων στο ΚΚΕ ( κατ’ εντολή της Μόσχας) και επανέφερε το ζήτημα της ενότητας στον εργατικό συνδικαλιστικό χώρο με αποκορύφωμα λίγο πριν τον Μεταξά της επανα – σύμπτυξης των Ανώτατων Συνομοσπονδιών στην παλιά και ενιαία ΓΣΕΕ. Όμως ήδη ήταν πολύ αργά. Ο Φασισμός ήταν ήδη στην Ελλάδα πραγματικότητα.

Το τι είναι Φασισμός, η πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού αλλά και της καθοδήγησης του , εκλαμβάνεται ως ιστορικές εικόνες, λόγου και πράξεις των Μουσολίνι και Χίτλερ. Ως εικόνες και καταστάσεις που παραπέμπουν στην περίοδο λίγο πριν, κατά την διάρκεια και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Στην Ελλάδα ο Φασισμός, όπως κάθε εισαγόμενος με θεωρητικό υπόβαθρο πολιτισμός ( οικονομικός – πολιτικός) παρέμεινε ολάκερος αλλά σε διαφορετικές κατά ιστορικές περιόδους εκφάνσεις .

Η απουσία φιλοσοφικού λόγου των ηγεσιών και καθοδηγητών των λαϊκών δυνάμεων δεν έχει επιτρέψει στις κοινωνίες να εντρυφήσουν στον φασισμό και ασφαλώς δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το στάρι από το κριθάρι

Το ότι η σημερινή πολιτική και οικονομική κατάσταση κυριαρχείται από τις δυνάμεις του Φασισμού που κυβερνούν αυτόν τον τόπο αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφήνουν όλες τις πολιτικές και κοινωνικές ηγεσίες της Αριστεράς να σφυρίζουν αδιάφορα.

Ο λόγος είναι απλός. Πρέπει να αναλάβουν και την ευθύνη της απολογίας γιατί επέτρεψαν στις Φασιστικές καθεστωτικές δυνάμεις να ξαναβρεθούν σε θέση κυβερνητικής ισχύος.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ και η φιλοσοφική τους διάσταση.

Είναι πέρα για πέρα αντιοικονομικός και αντιταξικός ο χαραχτήρας και η δομή του εργατικού κινήματος.

Εάν το εργατικό κίνημα ( ελέγχεται αν είναι κίνημα) είχε συγκεκριμένο πολιτικό στρατηγικό στόχο, στόχο που θα αποτελούσε και πηγή έμπνευσης τότε δεν θα επέλεγε την πολυδιάσπασή του και την προσπάθεια του να εκλαμβάνεται από το Κράτος και την Εργοδοσία ως επαγγελματικός αντίστοιχος των εργοδοτικών επαγγελματικών οργανώσεων.
Αυτό όμως δικαιολογείται από την κοινωνική ανισότητα μεταξύ εκείνου που εκπροσωπούν οι εργοδοτικές οργανώσεις και εκείνου που εκπροσωπούν οι εργατικές.
Αυτό το αίσθημα κατωτερότητας που είχε επιβληθεί λόγω των οικονομικών ανισοτήτων, ενισχύθηκε από όλες τις κρατικές ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις ( διαχωρισμός των εργαζομένων σε υπαλλήλους και εργάτες, σε δημόσιους και μη δημόσιους ), αλλά ακόμα και από την Νομοθεσία που δεν αναγνώρισε ποτέ την ικανότητα των εργαζομένων να αυτό – ρυθμίζουν τα του οίκου τους.

Ενώ αυτό το αίσθημα κατωτερότητας αποτελούσε και την αναγκαία συνθήκη ανάπτυξης ενός επαναστατικού κινήματος, παράλληλα καθοδηγούσε την συνείδηση των εργατών στην αποδοχή της μοίρας τους και στην υποτίμηση των δυνατοτήτων τους. Από την άλλη όμως και τα συνδικάτα δεν είχαν την ικανότητα να κεφαλαιοποιούν τα θετικά αποτελέσματα των αγώνων των εργαζομένων ούτε ανάπτυξαν την αναγκαία πολιτική δράση που θα μίκρυνε τουλάχιστον τις κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στις Τάξεις και στις στρωματώσεις τους. Οι οικονομικές διεκδικήσεις τους βρίσκονταν πολύ μακρυά από τον περιορισμό της εξάρτησης και της κοινωνικής περιθωριοποίησης των εργαζομένων ή της «προνομιακής» μεταχείρισης από το Κράτος. Οι πολιτικές διεκδικήσεις τους ήταν ενταγμένες στον γενικότερο σχεδιασμό των κομμάτων που είχαν το «πάνω χέρι» στην δράση των συνδικάτων. Η συνολική πολιτική των συνδικάτων δημιουργούσε σειρά αντιφάσων στον χώρο της εργασίας και των εργαζομένων αλλά και αποστάσεις των «επεξεργασμένων» θέσεων και της πραγματικότητας.
Τις αντιφάσεις αυτές ποτέ δεν μπόρεσε να τις διαχειριστεί η Ιστορική Καθοδήγηση ούτε οι Αριστερές ηγεσίες των συνδικάτων.

Αλλά και τα ίδια τα συνδικάτα, σε κάθε προσπάθεια να κατοχυρώσουν τα δικαιώματά τους και τις κατακτήσεις τους ζητούσαν ελλείψει ταξικής συνείδησης των μελών τους, πολιτικής στρατηγικής και ιδεολογικής συγκρότησης, την νομοθέτηση τους. Επί της ουσίας ζητούσαν και εξακολουθούν ζητούν την επιδιαιτησία του Κράτους. Έτσι για κάθε κατάχτηση με αγώνες των εργαζομένων, ο ανώτερος και αδιαμφισβήτητος διαχειριστής δεν ήταν το ίδιο το Κίνημα αλλά το Κράτος και η Κυβέρνησή του.

ΝΕΑ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Η πρώτη σοσιαλιστικοποίηση της δομής των συνδικαλιστικών οργανώσεων, πραγματοποιείται από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ.

Οι εργαζόμενοι πλέον δεν χωρίζονται κατά επάγγελμα αλλά ενοποιούνται στην βάση της εργασιακής τους σχέσης με τον εργοδότη τους χάνοντας το «προνόμιο» της πολυδιάσπασης τους σε «επαγγελματίες» ανα ειδικότητα.

Όμως και αυτό το εγχείρημα βρίσκει σθεναρή αντίσταση από το ΚΚΕ αλλά και τους επαγγελματίες συνδικαλιστές που δεν άντεχαν οι μεν να επαναβεβαιώσουν την υπεροχή τους στα συνδικάτα και οι δε, δεν άντεχαν να χάσουν τα μαγαζιά τους που τους εξασφάλιζαν κοινωνική και πολιτική αποδοχή εξουσίας.

Ο εργοστασιακός συνδικαλισμός έδειχνε τον δρόμο της ταξικής συγκρότησης των εργατικών κοινωνιών, αλλά η λυσσαλέα επίθεση σ’ αυτόν γινόταν τόσο από τις ελεγχόμενες δυνάμεις εργαζομένων από το ΚΚΕ όσο και από την ίδια την ΠΑΣΚΕ.

Αυτός ο τύπος συνδικαλιστικής οργάνωσης ασφαλώς έθετε βόμβα στα θεμέλια της μέχρις εκείνη την στιγμή δομή του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος.

Η σύγκρουση που προφανώς έβλαπτε τα πολιτικά συμφέροντα και την βιασύνη του ΠΑΣΟΚ να αναρριχηθεί στην εξουσία χαλάρωσε τόσο, ώστε η συνδικαλιστική νομενκλατούρα που είχε προσχωρήσει στο ΠΑΣΟΚ να νιώσει ασφαλής και ότι δεν θα έχανε τα προνόμια της και την εξουσία της από την νέα ταυτότητα του οργανωμένου συνδικαλισμού που είχε επιλέξει το κόμμα τους.

Για μια ακόμα φορά η αναγκαιότητα ενός νέου τύπου οργανωμένου συνδικαλισμού είχε έρθει από τα έξω. Είχε έρθει ως απαίτηση ενός Πολιτικού Κόμματος που έψαχνε τρόπους καθιέρωσής του στις συνειδήσεις των λαϊκών δυνάμεων ώστε να καταστεί επικυρίαρχο και αργότερα Κυβέρνηση του Τόπου. Είχε έρθει ως αιφνιδιασμός του αντίπαλου στρατοπέδου των Κομμουνιστών και της αναντιστοιχίας που επικρατούσε ανάμεσα στην συγκρότηση των εργατικών ενώσεων και τις πλειοψηφίες που ελέγχονταν από το ΚΚΕ κυρίως και στην πολιτική έκφραση των ίδιων των δυνάμεων, όπως αυτές αποτυπώνονταν στις Εθνικές εκλογικές διαδικασίες.

Στο επίπεδο πλέον των βιομηχανικών κοινοτήτων η πλειοψηφία των εργατών στήριζε τόσο εργασιακά – εκλογικά του εκπροσώπους , τους ενταγμένους στο ΠΑΣΟΚ όσο πολιτικά – εκλογικά το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.

Αλλά και το ίδιο το Κράτος έβλεπε πως η νέα συνδικαλιστική συγκρότηση των εργαζομένων ήταν έξω από την φιλοσοφία του και ένα καινούργιο πεδίο εφαρμογής που δεν είχε καμιά εμπειρία στο «χειρισμό» του.

Έτσι λοιπόν η ελεγχόμενη από το Ίδιο ΓΣΕΕ και τα ελεγχόμενα Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες ( αλλά και οι αντίστοιχες ελεγχόμενες από το ΚΚΕ) δεν έγραφαν στην δύναμή τους , τις νέες συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Η ιστορία άλλαξε όσο η δυναμική του ΠΑΣΟΚ στην Κοινωνία και στα πολιτικά πράγματα μεγιστοποιήθηκε.

Η ΚΡΙΣΗ ΦΥΣΙΟΝΓΩΜΙΑΣ ΤΟΥ Σ. Κ. ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ

Όμως η διατήρηση των «δοκιμασμένων» μορφών οργάνωσης των εργαζομένων και η συνύπαρξη τους με τις νέες μορφές ταξικής οργάνωσης απέβησαν μοιραίες για τις τελευταίες αλλά και για το ίδιο το εργατικό κίνημα.

Η ΟΒΕΣ , ομοσπονδία που κάλυπτε και εκπροσωπούσε τις βιομηχανικές κοινότητες των εργαζομένων, έχασε την δύναμή της και από την άρνηση της αποδοχής της από τις εργοδοτικές οργανώσεις ( άρνηση υπογραφής Σ.Σ.Ε.) αλλά και απο την αντισυνδικαλιστική δράση σε βάρος της, των άλλων ομοσπονδιών και της συνδικαλιστικής πατρωνίας που ηγήτο στην ΠΑΣΚΕ και στην ΕΣΑΚ-Σ
Η επίσημη κατηγορία ήταν ότι η ΟΒΕΣ αποτελούσε μια ΓΣΕΕ μέσα στην ΓΣΕΕ. Η αλήθεια ήταν ότι περιοριζόταν η υπεροχή των οργανώσεων της Κοινής Ωφέλειας στο επίπεδο της ΓΣΕΕ και επαπειλούταν η «υψηλή Πύλη» της ιεραρχίας στης ηγεσία της Συνομοσπονδίας. Άλλωστε στα «γραφεία» της ΠΑΣΚΕ, διατείνονταν ότι δεν θα έβαζαν ποτέ μουντζούρηδες Προέδρους στην ΓΣΕΕ.

Μπορεί η διαμάχη μεταξύ ΠΑΣΚΕ και ΕΣΑΚ-Σ να ήταν έντονη και πολλές φορές απελπιστικά αντεργατική για τα συμφέροντα των εργαζομένων, στην περίπτωση όμως της αμφισβήτησης και του εκσωστρακισμού των νέων μορφών συνδικαλιστικής συγκρότησης ήταν αρμονική και σφικταγκαλιαμένη.

Η διατήρηση ενός αναχρονιστικού και ευάλωτου οργανωμένου συνδικαλισμού εξυπηρετούσε τώρα και το Κράτος και το ΠΑΣΟΚ ως Κυβέρνηση. Παράλληλα όμως η συμμετοχή της συνδιακλιστικής νομενκλατούρας στα «κέντρα αποφάσεων» ως δήθεν συμμετοχής και εκπλήρωσης των υποσχέσεων του ΠΑΣΟΚ προς τους εργαζόμενους ( Κοινωνικό Συμβόλαιο) δημιούργησε μια νέα κατάσταση, στην οποία κυριαρχούσε η εξουσία των συνδικαλιστών πάνω στους εργαζόμενους και η υποταγή των εργαζομένων στην νέα εξουσία. Η εξαργύρωση της συνδιακλιστικής συνείδησης και η δήθεν προσαρμογή της στην αναγκαιότητα του Σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, λειτούργησε πολύ πιο αποτελασματικά απο τις διάφορες άλλες ιστορικές περιόδους εμβόλισης των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των ηγεσιών τους.

Στο εργαστάσιο ή στην υπηρεσία του, περισσότερο φοβόταν ο εργαζόμενος τον Πρόεδρο του σωματείου του παρά τον εργοδότη του.

ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ

Ένα νέο τοπίο εργασιακών σχέσεων οδήγησε τις συνδικαλιστικές ηγεσίες στη συγκρότηση μιας νέας ενδιάμεσης τάξης, αποκομμένης από την εργασία και κινούμενη στις παρυφές της Αστική τάξης.Η νέα τάξη εξουσιών και οικονομικής ανεξαρτησίας που οικοδομήθηκε εξ’ αιτίας της απόσχισης των συνδικαλιστικών ηγεσιών από την βάση των εργαζομένων, δημιούργησε και τις αντίστοιχες αποδοχές είτε από το Κράτος είτε από τις Εργοδοτικές Ενώσεις, ως κάτι ιδιαίτερο και χρήσιμο εργαλείο στην διατήρηση των επικυριαρχικών τους «δικαιωμάτων».Όμως αυτή η Νέα Τάξη μέσα στην εργατική τάξη δημιούργησε και την αποδήμηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων τόσο στο επίπεδο, να χάσουν την συνδικαλιστική τους ιδιότητα και τα κινηματικά τους χαρακτηριστικά όσο και τις δυνάμεις τους, στο επίπεδο των φυσικών μελών τους.Η απροθυμία των εργαζομένων να ενταχθούν στις οργανώσεις τους δεν αποτελεί πραγματικό πρόβλημα για την διατήρηση των εξουσιών της τάξης των συνδικαλιστών. Απεναντίας η περιβολή με μεγαλύτερα και περισσότερα αξιώματα και πλουσιοπάροχα αμειβόμενες θέσεις στη Κρατική διαχείριση, δημιουργεί μια προστατευτική ασπίδα αποπροσανατολισμού για την «Τάξη» της Τάξης των εργαζομένων ώστε μικρή σημασία έχει αν η πλειοψηφία των ασυνδικάλιστων εργαζομένων αυξάνεται σε αναντιστοιχία με την παρουσιαζόμενη αύξηση των Σ.Ο.και των φυσικών τους μελλών, όπως καταγράφηκε στο τελευταίο συνέδριο της ΓΣΕΕ.

( Συνέχεια στην επόμενη δημοσίευση)

28 05 2008
Κωνσταντινου Βαγγέλης

(συνέχεια)
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ

Η αποδόμηση όμως των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τα φυσικά τους μέλη, στέρησε την δυναμική του οργανωμένου συνδικαλισμού. Μαζί με αυτήν χάθηκε και ο πολιτικός λόγος των οργανώσεων ο οποίος περιορίστηκε στο ιερατείο των συνδικαλιστικών παρατάξεων χωρίς βάση, χωρίς όραμα, χωρίς προοπτική. Ένας πολιτικός λόγος ευθυγραμμισμένος με τα κόμματα και την κυβέρνηση.
Οι ευθύνες είναι τεράστιες στο επίπεδο των συνδικαλιστικών στελεχών από την στιγμή που προσανατόλισαν τον όποιο αγώνα τους στο κομματικό κέρδος.
Οι παρεμβάσεις να προσανατολιστεί το σ.κ. στην κομματική σημαία της πλειοψηφίας, οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένως διαμάχη μεταξύ των συνδικαλιστών και των παρατάξεων τους, σε βαθμό να δημιουργούνται παρά την διακηρυγμένη ενότητα σωματεία που κάλυπταν τους ίδιους χώρους και τις ίδιες ειδικότητες.
Το ζήτημα δεν είναι αν τα ψηφίσαντα μέλη των οργανώσεων δεν ήταν κοινά ( αν και ποτέ δεν έλειψαν οι αλληλοκατηγορίες για διπλοψηφίες ή για μέλη μαϊμού. – βλέπε Ομοσπονδία οικοδόμων ) αλλά Ζήτημα ήταν και είναι η πολυδιάσπαση και το αδυνάτισμα της δυναμικής που θεωρητικά θα είχε η ενότητα στον εργασιακό χώρο με ένα σωματείο.
Ενώ στην πράξη η χαμένη τιμή των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των ηγετών τους είναι πασίδηλη , η ΓΣΕΕ και στο σύνολο τους οι συνδικαλιστικές παρατάξεις βγάζουν διθυραμβικούς για την ενότητα την οποία οι ίδιοι έχουν ναρκοθετήσει.
Ο Φαρισαϊσμός αβαντζάρεται από τα ίδια τα κόμματα και από τον τρόπο (ρητορική) που επικοινωνούν με τον Λαό λίγο πριν τις Εθνικές εκλογές. Κάθε κόμμα και μάλιστα από εκείνα που έχουν κληρονομήσει το δικαίωμα της Κυβερνητικής εξουσίας, πριν τις εκλογές λένε τόσα που μεταξύ συνθημάτων και επικοινωνιακού διαλόγου με το συγκεντρωμένο πλήθος, ποτέ δεν τα εννοούν αλλά και αν τα εννοούν στις προγραμματικές δηλώσεις τα κωδικοποιούν με περισσότερη στρυφνότητα . Έτσι επί του «έργου» το εκάστοτε κυβερνών κόμμα δεν αναφέρεται επί των δεσμεύσεων που ενέκρινε το Κοινοβούλιο αλλά επί του προεκλογικού του προγράμματος που δεν κατάλαβαν οι «θαμώνες επί της ψήφου» οπαδοί τους.
Ακριβώς την ίδια ρητορική και επικοινωνιακή τεχνοτροπία ακολουθούν σε ότι αφορά την οργάνωση, την συγκρότηση, τις ελευθερίες, τα ατομικά δικαιώματα, το δικαίωμα ως το Σύνταγμα ορίζει, των εργαζομένων να συγκροτούν τις οργανώσεις τους.
Στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα η Δημοκρατία δεν είναι ντε-φάκτο δικαίωμα ή μέθοδος λειτουργίας ή πολίτευμα αδιαπραγμάτευτο. Η Δημοκρατία στην Ελλάδα υπήρχε πάντα υπό την αίρεση του συμφέροντος της κυρίαρχης τάξης. Η Δημοκρατία είναι διαπραγματεύσιμη και η τιμή της ποικίλει από χώρο σε χώρο, από δικαίωμα σε δικαίωμα, από υποχρέωση σε υποχρέωση, από το κομματικό χρώμα της μιας Κυβέρνησης στο κομματικό χρώμα της μιας Αντιπολίτευσης.
Στα πλαίσια αυτής της Δημοκρατίας ο Φασισμός ωχριά. Στα πλαίσια αυτής της Δημοκρατίας λειτουργεί και η σχέση Συνδικαλιστή και κόμμα που είναι προσκείμενος ή ενταγμένος. Επακόλουθο της σχέσης αυτής είναι τόσο οι οργανώσεις όσο και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να αποτελούν μέσο διαπραγμάτευσης για την εξουσία του Ενός έναντι των Άλλων. Μέσο διαπραγμάτευσης για αναρίχηση σε μεγαλύτερα αξιώματα εξουσίας και οικονομικής ευμάρειας.
Παρακολουθούμε πως κάθε Κυβέρνηση χρησιμοποιεί σε θέσεις κλειδιά και θέσεις εξουσίας, συνδικαλιστές εν ενεργεία. Συνδικαλιστές που ηγούνται του συνδικαλιστικού κινήματος στο επίπεδο της ΓΣΕΕ ή μεγάλων Ομοσπονδιών των ΔΕΚΟ ή των Μεγάλων Εργατικών Κέντρων.
Εξαργυρώνονται γραμμάτια και συνειδήσεις. Εξαργυρώνονται με την θέληση των συνδικαλιστών και επιδιώκεται αυτή η εξαργύρωση. Κάθε συνδικαλιστής που επιθυμεί να είναι εκπρόσωπος των εργαζομένων με συνείδηση εργαζόμενου βρίσκεται και θα βρίσκετε εκτός νυμφώνος . Αυτός ο συνδικαλιστής δεν πρόκειται να εκλεγεί ποτέ στην Διοίκηση ενός Ε.Κ. ή μιας Ομοσπονδίας και πόσο μάλλον της ΓΣΕΕ.
( συνέχεια στην επόμενη δημοσίευση)

27 06 2008
Κωνσταντινου Βαγγέλης

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ ΤΟ Σ. Κ.
Αναδιατυπώνω παλαιότερη ανάρτηση περισσότερο επεξεργασμένη.

Υπάρχει ένα ζήτημα από πολύ παλιά στο οποίο έχω διατυπώσει αρκετές φορές απόψεις γι’ αυτό. Είναι το ζήτημα της οργάνωσης των εργαζομένων και η τύχη των συνδικάτων, που δεν είναι ούτε συνδικάτα ( με την κλασική έννοια) ούτε συνδικαλιστικές οργανώσεις, διότι έχουν απολέσει τα χαρακτηριστικά τους.
Η οργάνωση των εργαζομένων αντιμετωπίζεται ως συντεχνίες ίδιου επαγγέλματος, δηλαδή επαγγελματικές ενώσεις και διέπονται από τα άρθρα του Αστικού Κώδικα.

Ως επαγγελματικές οργανώσεις δεν είναι σε θέση σήμερα να εκφράσουν σε πολιτικό, οικονομικό και συνδικαλιστικό επίπεδο τους εργαζόμενους για τέσσερις κυριότερους λόγους, που δεν είναι όμως μόνο αυτοί.
Ως συντεχνίες στρέφονται η μία συντεχνία εναντίον της άλλης και κατ’ επέκταση ενάντια στο συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας.
Ο επαγγελματικός κίνδυνος της απώλειας των συνεκτικότητας της συντεχνίας περνά αναγκαστικά μέσα από την ισχυροποίηση των δεσμών της με την διεκδίκηση αιτημάτων που δημιουργούν μοναδικό όφελος των εντός της συντεχνίας αλλά και των άλλων ( επικουρικά), μη ενταγμένων, που ανήκουν όμως στην ίδια επαγγελματική κατηγορία και κατ’ επιλογή τους ή εξαιτίας την τρομοκρατία που ασκείται εκ μέρους των εργοδοτών είτε από τον τρίτο παράγοντα που αναφέρω παρακάτω, δεν αποτελούν οργανωμένα μέλη των συντεχνιών.
Η χρηματοδότηση των συντεχνιών μέσω του Κράτους, απ’ όλους τους εργαζόμενους ανεξάρτητα αν είναι ή όχι κατ’ επιλογή τους μέλη των συντεχνιών αυτών. Το Κράτος χρηματοδοτεί με ένα μέρος των χρημάτων που υποχρεωτικά εισπράττει για λογαριασμό της Εργατικής Εστίας από το σύνολο των εργαζομένων, ως ενίσχυσης των συντεχνιών και με ένα μέρος που προέρχεται από τις εισφορές των εργοδοτών, αποδίδονται ( το 25%) στις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Μέσα σε κάθε συντεχνία λειτουργούν ταυτόχρονα εν ήδη φερέφωνων ή κακέκτυπα των κομματικών μηχανισμών, άλλες τρεις ή τέσσερις κομματικές συντεχνίες, που αναφέρονται ως πολιτικό-συνδικαλιστικοί οργανισμοί (Παρατάξεις), της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ, του ΠΑΜΕ και της Αυτόνομης Παρέμβασης, η οποία όμως δεν έχει χαρακτηριστικά παράταξης.
Η Αυτόνομη Παρέμβαση περισσότερο, είναι ένας συνδικαλιστικός συνδυασμός που ως παράταξη λειτουργεί μέσα από το τομέα εργατικής πολιτικής του Συνασπισμού.
Από την άποψη αυτή είναι πολύ πιο αυθεντική η παρέμβαση του Συν. στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ( δεν συμφωνώ) παρά εκείνο που γίνεται με τα άλλα κόμματα, τα οποία κάνουν τον ψόφιο κοριό και σχίζουν τα ιμάτια τους για την ανεξαρτησία του σ. κ.

Οι παραπάνω τέσσερις σπουδαίοι λόγοι, επηρεάζουν αποφασιστικά την μέγιστη αποχή των εργαζομένων, από τις συντεχνίες τους σε συνδυασμό μάλιστα με την χρησιμοποίηση του συνδικαλιστικού θώκου ως εφαλτήριο εκλογής στο κοινοβούλιο.
Οι ίδιοι οι συνδικαλιστές πλέον, ως «εθνοπατέρες», ψηφίζουν όλα και όσα σχέδια νόμο καταθέτει το κόμμα τους ως κυβέρνηση, που στρέφονται ενάντια των ίδιων των εργαζομένων που πριν εκπροσωπούσαν.

Υπάρχουν ακόμα όμως και ορισμένοι επιπλέον, ξεχωριστής και ίσως πιο σημαντικής αξίας λόγοι, που δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους να αυξήσουν την πυκνότητα των συντεχνιών τους.

Είναι η υποταγή των ηγεσιών τους στις αγκάλες μιας ιδιότυπης εξουσίας που παράγει προσωπική ανέλιξη και οικονομική ευρωστία, που λειτουργεί ενισχυτικά στην παραμονή τους στους θώκους της εργατικής εξουσίας μέχρι την συνταξιοδότηση τους. Τόσο οι νόμοι όσο και οι «αυτορυθμίσεις» των καταστατικών συνεδρίων των σ. ο., μαζί με μια ενορχηστρωμένη καταστρατήγηση δημιουργούν ένα μόνιμο καθεστώς εναγκαλισμού με την εξουσία κάθε συνδικαλιστή. ( ο Γιάννης Μανώλης, Γεν. Γραμματέας της ΓΣΕΕ, για να διατηρήσει για Τρίτη θητεία τον θώκο του και ενάντια στο Καταστατικό της Συνομοσπονδίας, προκειμένου να τον χρησιμοποιήσει για την διεκδίκηση του βουλευτικού αξιώματος, παραιτήθη ένα μήνα πριν το συνέδριο της ΓΣΕΕ και επανεκλεγόμενος στην Διοίκηση , ανακατάλαβε την θέση του Γεν. Γραμματέα, για να συμπληρώσει δήθεν δύο ολόκληρες θητείες. Ο Χρήστος Πολυζωγόπουλος, πριν λήξει η Δεύτερη θητεία του στο τελευταίο καταστατικό της ΓΣΕΕ, επέβαλε [συμφωνία και των άλλων παρατάξεων για τον ίδιο λόγο], αντί της διετίας την τριετία στα όργανα της Συνομοσπονδίας, ως ανώτερο χρόνο παραμονής ενός συνδικαλιστικού στελέχους, όπως ο Πρόεδρος και ο Γεν. Γραμματέας, για να ιδιοποιηθεί κομματικά την θέση του ως Προέδρου της Συνομοσπονδίας. ).

Άλλος παράγοντας είναι οι σύνθετες εργασιακές σχέσεις που δεν επιτρέπουν μια καθαρή εργασιακή σχέση ενός μισθωτού σε αντιστοιχία με μισθωτό – ελεύθερο επαγγελματία, ή έναν εργαζόμενο που απασχολείτε με μερική απασχόληση ή ασκεί «μαύρη» εργασία και εισπράττει «μαύρο» χρήμα ή επινοικιαζεται , δημιουργώντας αποκλεισμούς και ιδιόμορφες διαιρέσεις αλλά και πληθυσμιακές ομάδες που βιώνουν μια πραγματικότητα έξω από την πραγματικότητα των «βολεμένων» ή εργάζεται έξω από την επιχείρηση του εργοδότη ή εργάζεται σε ένα άλλο διαφορετικό και ελεύθερο χρόνο, ή αμείβεται με άλλον τρόπο ή ασφαλίζεται ανόμοια προς τους συναδέλφους του.
Οι νέες οικονομικό-πολιτικές δράσεις της σύγχρονης οικονομίας, έχουν δημιουργήσει καινούργιες κοινωνικό-οικονομικές σχέσεις που επηρεάζουν ανατρεπτικά την σύνθεση των κοινωνιών αλλά και τον χαρακτήρα των συντεχνιών.
Συνήθως παρατηρείτε και λόγω των αυξημένων αναγκών της οικογένειας και της ανεξέλεγκτης ακρίβειας, οι ιδιότητες αυτές να συγκεντρώνονται σε ένα άτομο – εργαζόμενο, ο οποίος για τον ίδιο χρόνο απασχόλησης αμείβεται με το ένα τρίτο του πραγματικού μισθού που του αναλογεί, σύμφωνα με ότι ίσχυε πριν τριάντα χρόνια. Έτσι ο εργαζόμενος πρέπει να αναλώνεται σε δύο και τρις δουλειές για να εισπράξει το πραγματικό μισθό που του αναλογεί σε μια οχτάωρη παρεχόμενη εργασία.
Οι ιδιότητες αυτές διαμορφώνουν ένα πλέγμα ιδιότυπων κοινωνικών σχέσεων, που κατακερματίζουν κοινωνικά-πολιτικά-οικονομικά τα άτομα, σε ένα σύνολο αντικρουόμενων υποσυνόλων, που στοχεύουν στην εκμηδένιση της προσωπικότητας και στην εμπέδωση μιας συνειδιασιακής αντίληψης της θέσης του, ως ατόμου ειδικής κατηγορίας ενταγμένου σε μια μη-κοινωνία της ίδιας της κοινωνίας, ως αδύναμο κρίκο μια αλυσίδας, που δεν προστατεύεται και το μόνο που μένει είναι η εξατομικευμένη προσπάθεια, ο συμβιβασμός, η ηττοπάθεια, η απέχθεια στην ενασχόληση με τα κοινά. Δηλαδή η από-κοινωνικοποίηση του ατόμου και η χειραγώγησή του.
Η αντίθεση που δημιουργείται από την πολυπλοκότητα των σχέσεων αυτών και που δεν είναι μία, με την σειρά της δημιουργεί μια αντιπαλότητα ανάμεσα στις εργασιακές σχέσεις που βιώνει το άτομο, από την άσκηση ενός επαγγέλματος με μια εργασία «αντίπαλη» και «υποτιμητική» της επαγγελματικής του ειδικότητας και των σπουδών του ή της υποτιμημένης κατά αναλογία χρόνου – μισθού και συνθηκών που τον κατηγοριοποιούν διαφορετικά από το σύνολο των συναδέλφων του που έχουν μόνιμη, σταθερή και αναγνωρίσιμη των προσόντων τους, εργασία.
Η νεολαία που αποφοιτεί ενός Πανεπιστημιακού ιδρύματος καλείται να εργασθεί σε ένα περιβάλλον εργασιακών σχέσεων που προσομοιάζει με εκείνο του ανειδίκευτου εργάτη.
Άλλος παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά την σχέση του εργαζόμενου με την συντεχνία του είναι ο κίνδυνος της ανεργίας.
Η ανεργία είναι ο ποιο κακός σύμβουλος στις αποφάσεις του ατόμου και ασκεί καταλυτικό ρόλο στις συμπεριφορές του.
Η ανεργία δημιουργεί περίεργους συνειρμούς και η επαπειλούμενη φτώχεια που οδηγεί το άτομο πρώτα στον ρόλο παράσιτου της οικογένειας και μετά στην αποπομπή του από την κοινωνική του ομάδα, περιθωριοποιεί το άτομο και το θέτει εκτός κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών και διεκδικήσεων.
Η ανεργία χρησιμοποιείτε ως τον πιο σίγουρο από τα μέσα τρομοκράτησης των πληθυσμών είτε από το Κράτος είτε από τους εργοδότες.
Η συντηρητικοποίηση του μεγαλύτερου ποσοστού των απασχολουμένων, εδράζεται και στο γεγονός της άσκησης τρομοκρατίας και φασιστικής αντιμετώπισης, του παρόντος αλλά κυρίως του μέλλοντος για κάθε εργαζόμενο. Η ανεργία ή η απειλή ανεργίας και ως τιμωρία , παιδαγωγεί τον εργαζόμενο στην αναγκαία υποταγή και συντηρητικοποίηση του.
Είναι γεγονός ότι το Κράτος για να επιζεί εξουσιάζοντας τις κοινωνίες, ανακαλύπτει συνεχώς καινοτόμες διεργασίες που τις αντιλαμβανόμαστε είτε ως κοινωνικό αυτοματισμό, είτε ως καταναλωτικό πρότυπο, είτε ως εκφοβιστικό μηχανισμό στην ύπαρξη των χαρακτηριστικών που συνθέτουν το άτομο με την ανθρώπινη του διάσταση, είτε ως μηχανισμό απόγνωσης μερίδας ατόμων μιας κοινωνικής τάξης από την εκτόπιση της από την ίδια την κοινωνική τάξη που ανήκουν, είτε η χρήση μηχανισμών αποστέρησης βασικών ανθρωπιστικών δικαιωμάτων ή αμφισβήτηση των δικαιωμάτων αυτών, είτε εφευρίσκοντας μεθόδους εικονικής οικονομικής αποκατάστασης η οποία όμως αποτελεί μόνιμη παγίδα εγκλωβισμού σε ένα χρέος πολλαπλασιαστικό της εξάρτησης του ατόμου από πολλές εργασίες και πολλές ώρες απασχόλησης, που δεν του επιτρέπουν την συμμετοχή του στις οργανώσεις του αλλά και που τον αποθαρρύνουν στην οποιαδήποτε κοινωνική του συμμετοχή.
Η διοίκηση του Κράτους είναι υπόθεση ενός επιστημονικό-οικονομικού κατεστημένου που διαμορφώνεται ως κατεστημένο από συγκεκριμένα συμφέροντα.
Όλοι οι άλλοι είναι απλά γρανάζια μιας μηχανής για πάρα πολλές δουλειές.

Τα …..συνδικαλιστικά στελέχη που βιώνουν μια διαφορετική προστατευμένη ζωή εργασιακών – κοινωνικών – οικονομικών σχέσεων, διαφορετική όλων όσων εκπροσωπούν, επιδιώκουν να γίνουν μέρος αυτού του κατεστημένου και μάλιστα του στενού του πυρήνα, ώστε να ασκούν τις εξουσιαστικές τους δυνάμεις ιδιοποιούμενοι την «ψήφο» ανάδειξής τους στα αξιώματα που κατέχουν, χωρίς να επιτρέπονται διαδικασίες εκτόπισης τους ή διαδικασίες διαδοχής τους που δεν ελέγχονται από το ίδιο το σύστημα επιβολής των συνδικαλιστών στην θέση εξουσίας που κατέχουν. Οι συνδικαλιστές δεν εκλέγονται αλλά επιβάλλονται από το κομματικό συμφέρον και το προσδοκούμενο αποτέλεσμα για τις κομματικές ηγεσίες και τους εκπροσώπους των εργοδοτών που είτε είναι χρηματοδότες των κομμάτων είτε είναι μέλη των ίδιων κομμάτων, που είναι και οι συνδικαλιστές.
Άλλωστε αυτό αποτελεί προϋπόθεση της συμμετοχής του στα κέντρα άσκησης εξουσίας. Δηλαδή η ενσυνείδητη χρησιμοποίηση τους από την κεντρική εξουσία στην θέση των εξουσιαστών της τάξης τους.
Η επιδίωξη και το όνειρο κάθε ανώτερου συνδικαλιστικού στελέχους είναι η ¨αξιοποίησή» του ως βουλευτή ή Διευθυντικού στελέχους μια επιχείρησης, που θα τον βοηθήσει να ενταχθεί σε μια μεσαία ή ανώτερη εισοδηματική τάξη διεκδικώντας παράλληλα και μερίδιο εξουσιών της τάξης αυτής.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι κάθε βουλευτής που προείχε συνδικαλιστική ιδιότητα, πλέον συμπεριφέρεται τόσο «αντικειμενικά» προς την προηγούμενη τάξη που άνηκε όσο αυτό του είναι απολύτως αναγκαίο στην επανεκλογή του αλλά και την υπουργοποίησή του. Επομένως δεν υπάρχει σχέδιο νόμου που να στρέφεται εναντίον των συμφερόντων των εργαζομένων και να μην το υπερψηφίσει.

Ας ανακεφαλαιώσουμε τώρα επιγραμματικά τα ποιο σημαντικά αντικίνητρα συμμετοχής των εργαζομένων στις οργανώσεις τους.

Το σωματείο ως συντεχνία, η συντεχνία ως παράγοντας του κοινωνικού αυτοματισμού, ο επαγγελματικός κίνδυνος απώλειας της δυναμικής της συντεχνίας, η κρατική –εργοδοτική χρηματοδότηση των οργανώσεων και των συνδικαλιστών, οι κομματικές παρατάξεις, η ανεργία, η εξουσία και η ιδιοποίηση της θέσης που κατέχει το συνδικαλιστικό στέλεχος στην ιεραρχία του σ. κ.

Στο δεύτερο επίπεδο αντικινήτρων εντάσσονται, η υποταγή των ηγεσιών των συνδικάτων στο Κράτος μέσα από την υποτιθέμενη συμμετοχή στα κέντρα αποφάσεων.
Από τη περίοδο Βενιζέλου, το Κράτος μέσω των Κυβερνητικών διαχειριστών του, προσπαθούσε να «βολέψει» της συνδικαλιστές ηγεσίες ώστε να τις χρησιμοποιεί ως τον έμπιστο των εργατικών τάξεων, συνένοχο της Πολιτικής του.
Ο Βενιζέλος επιθυμούσε την δημιουργία ενός κατευθυνόμενου συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος, που δεν θα έμπαινε εμπόδιο στην διαμορφούμενη κοινωνική, πολιτική και οικονομική δομή της χώρας. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούμενος μπήκε επικεφαλής μια τέτοιας πορείας, που έφθασε στο σημείο να παρίσταται στα εγκαίνια του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας το 1910
Από την εποχή εκείνη μέχρι και σήμερα οι προσπάθειες χειραγώγησης του σ.κ. διαμόρφωσαν ένα περίγραμμα δράσεων και ηττών των εργαζομένων και αντίστοιχα μια μόνιμη και υποτακτική παρουσία του Κράτος σε κάθε ιστορική περίοδο. Η πολυαιτούμενη ενότητα στο συνδικαλιστικό κίνημα που το Οκτώβρη του 1918 δημιούργησε την ΓΣΕΕ, παρέμεινε από τότε μέχρι και σήμερα εμπόδιο τις σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων και των συνδικάτων τους και αποτελεί πράγματι σπουδαίο λόγο για την αποχή των εργαζομένων από την ενεργό και οργανωμένη συνδικαλιστική πάλη.
Η επίκληση της «ενότητας» σε κάθε δημόσια τοποθέτηση των συνδικαλιστικών ηγεσιών δημιουργεί περισσότερα σύννεφα καπνού πάνω από τις οργανώσεις των εργαζομένων παρά ανταποκρίνεται σε ένα επίπεδο ευθυνών που θα αναλάμβαναν εκείνοι που έχουν την αμέριστη ευθύνη για τον ευτελισμό της οργανωμένης πάλης και της πλήρους κομματικοποίησης του σ. κ.
Η κύρια ευθύνη για την σημερινή κατάντια του οργανωμένου σ. κ. αναλογικά των ευθυνών και της παρεμβατικότητα στα κοινωνικά – πολιτικά – οικονομικά πράγματα της χώρας, πρέπει στο πολιτικό κομματικό επίπεδο να επιμεριστεί στο ΠΑΣΟΚ και στο πολιτικό – συνδικαλιστικό, στην παράταξή του, τη ΠΑΣΚΕ.
Δεν είναι όμως άμοιροι ευθυνών τα κόμματα της Αριστεράς και οι συνδικαλιστικές τους παρατάξεις, που θα περίμενε κανείς με μια συσσωρευμένη εμπειρία από φυλακίσεις, εξορίες και εκτελέσεις, να μπορούσε να αποτελεί μια σίγουρη ασπίδα σε κάθε ενέργεια του Κράτους και των πολυεθνικών τόσο στις προσπάθειες διάσπασης του σ. κ. όσο και στις εκπτώσεις συνειδήσεων των νέων συνδικαλιστικών ηγεσιών, που μέσα από τον δήθεν «Κοινωνικό έλεγχο» πέρασαν στην συνενοχή της συνδιαχείριση του κράτους με τα διαπλεκόμενα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.
Μπορεί να υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα σε περιόδους , ιστορικές περιόδους στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας, αλλά και με ουσιαστικές πολιτικό-ιδεολογικές διαφορές, εντούτοις ο κεντρικός πυρήνας της κρατικής πολιτικής και του ολιγαρχικού, δήθεν Δημοκρατικού συστήματος, παρέμενε και παραμένει η χειραγώγηση του σ. κ. και η υποταγή των κοινωνιών στις δομές που επιλέγονται είτε από το Εθνικό κεφάλαιο είτε από το Παγκοσμιοποιημένο, από μηχανισμούς που δεν βρίσκονται έξω από τις κοινωνίες, αλλά που επιλέγονται ως ενδιάμεσοι των κοινωνιών και της κεντρικής εξουσίας.
Ένα παράδειγμα αλλοτρίωσης που ο εναγκαλισμός της εξουσίας έχει επιφέρει στο συνειδησιακό κόσμο της «πραγματικότητα» που βιώνουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, είναι να επαναφέρουμε στην μνήμη μας τα έργα και τις ημέρες που οι ίδιοι, που σήμερα εναντιώνονται στα αποτελέσματα μιας πολιτικής που στήριξαν την περίοδο του εκσυγχρονισμού και του Σημίτη, που προπαγάνδισαν τον εκσυγχρονισμό και τις επιλογές του Ηγέτη τους, σήμερα δεν είναι σε θέση να αναλάβουν την ευθύνη μιας μεγάλης αυτοκριτικής και μιας συγνώμης και να αυτό – εξοστρακισθούν από την δράση του σ. κ. παραμένουν δεσμώτες του κινήματος με άλλη προβιά.

Ο εναγκαλισμός με την εξουσία και οι σειρήνες της υπεροχής που σου δίνει ο εναγκαλισμός αυτός είναι ο παράδεισος της αυταπάτης που επιθυμεί κάθε καταπιεσμένος , όταν βρίσκεται στην «ευχάριστη» θέση της αναγνωρισιμότητας του από το ίδιο το σύστημα καταπίεσης των κοινωνιών.
Η δήθεν αναγνωρισιμότητα εξελίσσεται σε μια διαρκή διαδικασία απώλειας μνήμης και συνείδησης που σε καθιστά υποχείριο και εκτελεστικό όργανο των οργανωμένων συμφερόντων, τα οποία υπηρετείς πλέον πείθοντας τον εαυτό σου ότι τα αντιπολιτεύεσαι και τα πολεμάς.
Η ψυχολογία της εξουσίας και η εξουσία της ψυχολογικής αλλοτρίωσης των συνειδήσεων μέσα από την παρουσίαση μιας εικονικής πραγματικότητας ως αυθεντικής, είναι ζητήματα που γνωρίζει και διδάσκει το Κεφάλαιο σ’ όλη την πορεία εξέλιξης του και της τελικής του επικράτησης απέναντι στις κοινωνίες και των επαναστάσεων των.
Το συνειδησιακό υποκείμενο στις επαναστάσεις του προλεταριάτου σε κάθε εποχή όταν μια επανάσταση έπαιρνε πραγματικά χαρακτηριστικά, ούτε ταυτιζόταν με τον επαναστάτη προλετάριο ούτε διαμόρφωνε επαναστατική συνείδηση, αλλά παρέμενε όσο χρειαζόταν μέσο σύνδεσης της ηγεσίας ή της πρωτοπορίας της επανάστασης, χωρίς να διαχέεται στον χρόνο και στο σύνολο της νέας κοινωνίας.
Το ακριβώς αντίθετο παρατηρούμε στον καπιταλισμό και στην εξέλιξή του. Σε όλες τις Αστικές επαναστάσεις, ενώ το συνειδησιακό υποκείμενο της επανάστασης ήταν ο καταπιεζόμενος αγρότης – παραγωγός, ο εργάτης, ο μικρέμπορος ή πραματευτής, ο μικρός ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου, στην πορεία της επανάστασης και αμέσως μετά το συνειδησιακό υποκείμενο διαχέονταν ως συνείδηση μιας νέας κοινωνίας των όλων, των «ιδιοκτητών», αφήνοντας πάντα τον εργάτη εκτός των τειχών της νέας κοινωνίας ως απλό σύμμαχο και αργότερα ως εργαλείο ή προϊόν εκμετάλλευσης.
Από την Παρισινή Κομμούνα μέχρι και την Οκτωβριανή επανάσταση, η «μοίρα» του εργάτη ή του αγρότη χωρίς γη, παρέμεινε η ίδια.
Στον Καπιταλισμό όμως δεν ήταν απαγορευτικό το νέο συνειδησιακό υποκείμενο που είχε πλέον διαμορφωθεί ως καπιταλιστής και στους εργάτες ή τους αγρότες χωρίς γη, γι’ αυτό και αναπτύχθηκαν πλήθος θεωριών γύρο από τα χαρακτηριστικά και την «ουσία» του Λαϊκού καπιταλισμού και της ευημερίας της Κοινωνίας μέσα στο Καπιταλιστικό σύστημα.
Η προπαγάνδα, γιατί μόνο προπαγάνδα είναι, για την ισότητα των πολιτών στον καπιταλισμό, και οι εγγυήσεις ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων σε κάθε πολίτη ενός καπιταλιστικού κράτους, αποτέλεσε Συνταγματική επιταγή, ώστε να πείθεται και πιο κακόβουλος πολίτης αμφισβητίας.
Στην πράξη όμως ελάχιστοι «απόλαυσαν» το προνόμιο αυτό, ως παραδεκτή πραγματικότητα που είχε έναν παιδαγωγικό χαρακτήρα για τα υπόλοιπα μέλη της ίδιας τάξης.
Εκείνο δηλαδή που αποτελούσε απαγορευτικό στις Σοσιαλιστικές επαναστάσεις στον καπιταλισμό εκδηλωνόταν ως εικονική πραγματικότητα , που είχε ευρεία αποδοχή.
Δεν αναπτύχθηκε ο καπιταλισμό ενάντια στους λαούς, χωρίς οι λαοί να τον επιδιώκουν και να τον στηρίζουν. Εκείνο που έδινε ο καπιταλισμός, έστω και ως ονειρική κοινωνία , ήταν αρκετά ισχυρό κίνητρο για την εξέλιξή του, από την πρωταρχική του μορφή μέχρι σήμερα.
Σ’ αυτόν τον κυκεώνα της παραπλάνησης και της εικονικής πραγματικότητας αλλά και του νέου συνειδησιακού τοπίου που έχει πλέον εμπεδωθεί, είναι εγκλωβισμένες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των εργατών στις καπιταλιστικές οικονομίες και είναι πολύ δύσκολο και πολύ οδυνηρό για τις ίδιες τις κοινωνίες των εργαζομένων να ξαναδούν την ενεργή πραγματικότητα μέσα από τα μάτια των συνδικαλιστικών τους ηγεσιών.

12 10 2008
vangelis konstantinou

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΨΕΩΝ ΣΥΡΙΖΑ
Το Σάββατο, 11/10 πραγματοποιήθηκε η συνεδρίαση της διευρυμένης Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
Άκουσα το αιτιολογημα Μπανιά γιατί δεν είναι «σύννομο» να μπει στην δοκιμασία της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ η συνοχή και η πολιτική οντότητα του ΣΥΡΙΖΑ
Δικαιολογήθηκε πως στο επιχείρημα του ΠΑΣΟΚ εφ’ όσον γίνει Κυβέρνηση, .οτι θα προχωρήσει στην αναδιανομή του πλούτου και την αύξηση των μισθών των εργαζόμενων, η απάντηση είναι : «μα δεν βλέπουμε τι υπόγραψε η ΓΣΕΕ;»
Πιάνομαι από αυτό και μόνο για να θέσω την παρακάτω προβληματική που διέπει τις σχέσεις των πολιτικών κομμάτων με τα κοινωνικά κινήματα.
Η παλιά Κομμουνιστική αντίληψη για τον ρόλο του κόμματος και τον ρόλο των συνδικάτων ή των όποιων άλλων κοινωνικών οργανώσεων, συμπυκνωνόταν στην μετατροπή των κοινωνικών οργανώσεων σε παράγοντες του κεντρικού κομματικού μηχανισμού που μέσω αυτών προωθείται η γνώση και η ταξική και επιστημονική αντίληψη των πραγμάτων και διαμορφώνει τις συνειδήσεις των εργαζομένων και γενικότερα του Λαού.
Το κόμμα αποτελεί την πρωτοπορία και είναι ο στρατηγικός μπροστάρης των αγώνων των εργαζομένων.
Επομένως, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις υποθηκεύουν την ελευθερία της σκέψης και της δράσης τους στα δια ταύτα που οι κομματικές αναλύσεις και αποφάσεις έχουν επεξεργαστεί και προωθούν.
Κάθε τι έξω από αυτήν την παραδοχή είναι μη ταξικό και ή και εργοδοτικό ή φιλοκυβερνητικό.
Κατά την αντίληψη αυτή που ομολογουμένως αποτελεί μια σπουδαία εφεύρεση των Κομμουνιστικών κομμάτων και που έτυχε θετικής επιδοκιμασίας και αποδοχής από όλα τα κόμματα, προικοδότησε τις σχέσεις όλων των κομμάτων με τα κοινωνικά κινήματα.
Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις έχουν υπόσταση και τους αναγνωρίζεται σεβασμός και λόγος εφ’ όσον αποτελούν κομματικές παρατάξεις που κατά επίσημο τρόπο αποτελούν μηχανισμοί προώθησης των κομματικών θέσεων, αντιλήψεων, στρατηγικών και ιδεολογίας στις κοινωνικές μάζες και στις οργανώσεις των, αλλά κάτι που βρίσκεται εκτός αυτής της σχέσης δεν είναι αναγνωρίσιμο ούτε και αυθεντικό.
Όταν επιχειρείται να ερμηνευθεί η στάση της ΓΣΕΕ ( ΠΑΣΚΕ στην προκείμενη περίπτωση) στην υπογραφή της ΕΓΣΣΕ, ως αντίληψη ΠΑΣΟΚ στην καθημερινή δράση του στην κοινωνία και την οικονομία, ώστε να αναζητηθεί το μέσο με το οποίο δεν θα αναληφθεί η ευθύνη να συμμετέχεις ενεργητικά στην διαμόρφωση όρων και συνθηκών ενός εγγυημένου μέλλοντος κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας και ανάπτυξης, τότε προσπαθείς να μιμηθείς το ΚΚΕ και τις αντιλήψεις του που μπορούν ως πολιτικές σωστές μεν, αλλά να πραγματώνονται στην στρατόσφαιρα ενός άλλου ηλιακού συστήματος.
Ταυτόχρονα όμως, αποτελεί ομολογία αντιλήψεων για τις πραγματικές σχέσεις και πως τις αντιλαμβάνονται τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και ποιες σχέσεις προκρίνουν ως αυθεντικές την διαζευκτική συνύπαρξη του «κόμματος» με την κοινωνία και τις οργανώσεις της.
Η Αυτόνομη Παρέμβαση σήμερα, που αποτελεί κίνηση ευθείας παρέμβασης του Συνασπισμού στην οργάνωση και την δράση των συνδικάτων, στην πανελλαδική σύσκεψη ενδεχομένως να μετουσιωθεί σε Συνδικαλιστική παράταξη. Οι αντιλήψεις περί της αυθεντικότητας επιμένουν πως η Αυτόνομη Παρέμβαση πρέπει να ακολουθήσει την πεπατημένη και να εξακολουθήσει να είναι κομματική παράταξη.
Σήμερα μπορεί να είναι κομματική παρέμβαση του Συνασπισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά διατηρεί την αυτονομία στην δράση και στην ερμηνεία των πραγμάτων από εργασιακό χώρο σε εργασιακό χώρο και από εργασιακό γεωγραφικό περιβάλλον σε αντίστοιχο του.
Αυτό αποτελεί και το διακύβευα της μετατροπή της σε Παράταξη με κεντρικά όργανα και κεντρική πολιτική, η οποία θα θέτει εκτός παιγνιδιού άλλες αντιλήψεις ή άλλες πολιτικές δράσεις από αυτές που εξυπηρετούν πρώτιστα τους στρατηγικούς στόχους του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ και κατόπιν τους στρατηγικούς στόχους των εργαζόμενων.
Επομένως κάθε πράξη της Αυτόνομης Παρέμβασης στο μέλλον θα χαρακτηρίζεις και θα δεσμεύει τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Συνασπισμό.
Αλλιώς πως κάθε πράξη της ΠΑΣΚΕ ή του ΠΑΜΕ δεσμεύουν τις αντιλήψεις των ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ και επομένως καθορίζουν και την ειλικρίνεια των κομμάτων αυτών αλλά και καθορίζουν τις δυνατότητες συνεργασιών με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Μπάζει η επιχειρηματολογία, αλλά καθόλου δεν μπάζει ο αναχρονισμός και η υστεροβουλία των αντιλήψεων μιας λεγόμενης επί της ουσίας, Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μια τέτοια Αριστερά δεν είναι Ριζοσπαστική αλλά αθεράπευτα παλαιολιθική

Να λοιπόν τι προτείνω, μια πρόταση που ήδη την έχουν ακούσει από την Α.Π., και που απαντά στην κρίση αξιών και οργανωμένης δράσης των συνδικάτων.

Μια ομάδα συνδικαλιστικών στελεχών και μια ομάδα συνδικαλιστικών χώρων της ΠΑΣΚΕ που ασφαλώς θα κατηγορηθούν ως «αντάρτες» και μια αντίστοιχη του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ που θα αντιμετωπίσουν τις ίδιες κατηγορίες, να πρωτοστατήσουν στην δημιουργία μια Σοσιαλιστικής Παράταξης στο Εργατικό Κίνημα, καταθέτοντας ένα μανιφέστο πολιτικών θέσεων, οργανωτικής αναδιάταξης των εργατικών δυνάμεων, νέες μορφές οργάνωσης και καινούργια οργανωτική δομή της ΓΣΕΕ, καθώς και διατύπωση θέσεων που κατοχυρώνουν την πολιτική και οργανωτική αυτονομία και αυτοδιάθεση της Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής Παράταξης και των συνδικάτων.

Δηλαδή ένα σημαντικό και αποτελεσματικό βήμα προς την κατεύθυνση ανεξαρτητοποίησης του εργατικού κινήματος που πρέπει να βρει τον δρόμο του συνδικαλισμού και της πολιτικής, τον στόχο και την στρατηγική που του είναι αναγκαία ανεξάρτητα τι θεωρούν αναγκαία και τι στρατηγικά τα κόμματα του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού

15 10 2008
vangelis konstantinou

στην συνέχεια του προηγούμενου κειμένου, θα υποστηρίξω πως η προσπάθεια απεγκλωβισμού των συνδικαλιστικών παρατάξεων από την «δέσμη μέτρων» που τις αγκυλώνουν ως προέκταση των κομματικών μηχανισμών στο εργατικό κίνημα, χρειάζεται μια διαρκή πάλη άρνησης και εναντίωσης σε κάθε στρατηγική των κομμάτων που επιθυμούν να ελέγχουν το συνδικαλιστικό κίνημα.
Είτε από τα Δεξιά είτε από τα αριστερά το κίνημα δέχεται συχνές επιθέσεις εγκλωβισμού και ελέγχου του, με διάφορα μέσα και πολιτικές.
Η ποιο συχνή μεθοδολογία που ανακυκλώνεται είναι η δημιουργία ενοχικής συνείδησης απέναντι στο κομματικό καθήκον και στην πορεία του κόμματος μέσα στην κοινωνία , καθώς οι επιλογές του αντανακλούν τα θέλω και τα συμφέροντα του Λαού.
Σαν δεύτερος μηχανισμός ενοχικής συνείδησης είναι οι «παρεχόμενες» εξουσίες αντιπροσώπευσης που δίνουν στο συνδικαλιστικό στέλεχος την δυνατότητα άσκησης κομματικής εξουσίας στα μέλη και στους οπαδούς του κόμματος, καθώς του δημιουργείται εντέχνως η πεποίθηση ότι ανήκει στο εμπιστευτικό περιβάλλον της κομματική εξουσίας.
Αυτό αποτελεί και προϋπόθεση που θα ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του, οι οποίες διαφοροποιούνται όσο το κόμμα βρίσκεται σε τροχιά κυβερνητικής εξουσίας.
Σαν τρίτο μηχανισμό ενοχικής συνείδησης καταγράφεται η «συμμετοχή στα κέντρα αποφάσεων», η οποία πραγματοποιείται με ευθύνη της κομματικής γραμμής και της απόδειξης της άνευ αντιρρήσεων διάθεσης εαυτού στην υπηρεσία και τις ανάγκες της ηγετικής ομάδας πέριξ του Προέδρου του κόμματος και στον Πρόεδρο.
Η συμμετοχή όμως αυτή, πέραν των επί πλέον εξουσιών που προικοδοτεί τον συνδικαλιστή του αποφέρει και ένα επί πλέον σημαντικό εισόδημα, αλλά και την δυνατότητα της πραγματοποίησης μικρών ή μεγάλων «εξυπηρετήσεων» προς όφελος τόσο και κατ’ αρχή του ιδίου , όσο και του κόμματος το οποίο «εκπροσωπεί» και το οποίο τον έχει «ωφελήσει» στο διπλάσιο.
Μεταξύ πλέον του συνδικαλιστή, στον οποίο έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι υφίσταται με την ιδιότητα και την εξουσία αυτή στα κοινωνικά-πολιτικά κινήματα εξ αιτίας της εμπιστοσύνης του κόμματος που υπηρετεί, και του κόμματος, έχει αναπτυχθεί ένας ενοχικός δεσμός που σε κάθε προσπάθεια διάρρηξης της σχέσης αυτής , ο μόνος χαμένος είναι ο συνδικαλιστής.
Σαν τέταρτος μηχανισμός ενοχικής συνείδησης αποτελούν πλέον οι σχέσεις «αμοιβαιότητας» που έχουν δημιουργηθεί ανάμεσα στον συνδικαλιστή και στις διάφορες μορφές εξουσίας καθώς και μεταξύ του συνδικαλιστή με του εργαζόμενους, τους οποίους υποτίθεται εκπροσωπεί.
Ο Συνδικαλιστής διαμορφώνει τον δικό του περίγυρο, τον δικό του μηχανισμό αυτοπροστασίας, που του εξασφαλίζει την σιγουριά την επαναλαμβανόμενης εκλογής του στα διάφορα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά που τον εξυπηρετεί στις «διαπραγματεύσεις» του με τα κομματικά κέντρα αποφάσεων.
Μπαίνουμε λοιπόν σε έναν φαύλο κύκλο εξουσιών και επικυριαρχίας, όπου το κόμμα εξαρτάται από τον συνδικαλιστή και ο συνδικαλιστής εξαρτάται από το κόμμα.
Αυτό ως πραγματικότητα που μπορεί να λειτουργεί μόνο σε περιόδους εκτός άσκησης κυβερνητικής εξουσίας, αμβλύνεται και αντικαθίσταται πλέον από την εξουσία ως υπεραξία του κόμματος όταν αυτό γίνεται Κυβέρνηση.
Τώρα περισσότερο εξαρτάται ο συνδικαλιστής από το κόμμα – κυβέρνηση παρά το κόμμα – κυβέρνηση από τον συνδικαλιστή.
Όμως και εδώ πάλι λειτουργούν ισορροπίες και ανάμεσα στον συνδικαλιστή, την θέση που κατέχει στο κίνημα και στο κόμμα – κυβέρνηση, επειδή ή αλληλοτροφοδότηση «εμπιστοσύνης» και η αμοιβαιότητα επίσης είναι ισχυρά κίνητρα συνύπαρξης.
Όμως η «αλληλοτροφοδότηση εμπιστοσύνης» σταθεροποιείτε και μεγεθύνεται όσο δημιουργεί ανταλλακτικές αξίας και όσο οι ανταλλαγή μεταφράζεται σε χρήμα και διασπορά εξουσιών.
Όταν ξεθωριάσει ή χαθεί αυτή η «αλληλοτροφοδότηση εμπιστοσύνης» τότε παρατηρείται «ανεξαρτοποίηση» του συνδικαλιστή στον οποίο προσάπτεται η «κατηγορία» του αντάρτη για τους μεν ή του συνειδητοποιημένου και αυθεντικού εκπροσώπου των εργαζομένων για τους δε.
Αυτή τώρα η νέα κατάσταση σχέσεων που δημιουργείται στο τέλος επιφέρει τον αναγκαίο συμβιβασμό – στον βαθμό που ο συνδικαλιστής δεν έχει ήδη αλλάξει «στρατόπεδο» – ο οποίος επέρχεται με νέες, ενισχυμένες μορφές ανταλλακτικής σχέσης και εξουσιών.

Το συνδικαλιστικό κίνημα προπαγανδίζει μόνιμα και διαρκώς την ανάγκη αυτοδιάθεσης, ελευθερίας και ανεξαρτοποίησης τους από τα διάφορα κέντρα εξουσίας και ποδηγέτησης του, την ίδια στιγμή που οι συνδικαλιστικές του ηγεσίες το χρησιμοποιούν ως διαπραγματευτικό εργαλείο που επιφέρει ισχυρά ανταλλακτικά οφέλη για τους ίδιους.
Μία θέση στο κοινοβούλιο ή μια αντίστοιχη σε Υπουργικό θώκο, ή μια αντίστοιχη σε κάποιον οργανισμό που θα τους προσφέρει εξουσίες και μπόλικο χρήμα, είναι μερικά από τα «προϊόντα» αυτής της ανταλλακτικής σχέσης μεταξύ των συνδικαλιστών και των εξουσιών που υπηρετούν.
Για τον λόγο αυτό οφείλουμε ως συνειδητοποιημένη Αριστερά να αντιδράσουμε σε κάθε μορφή εξουσιών που μας «προσφέρεται» ή που επιδιώκει το καπέλωμα προς όφελος της «κοινωνίας» δια του επεξεργασμένου προγράμματος εξουσίας που διασφαλίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων και υπηρετεί τον Λαό.

24 10 2008
vangelis konstantinou

Μια θέση κριτικά με το κείμενο θέσεων για την 3η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της Αυτόνομης Παρέμβασης

Έχετε βάλει σύντροφοι, ένα ζήτημα που το περνάτε εξ’ απαλών ονύχων, και αυτό αποτελεί το αγκάθι στην ανάπτυξη του σ.κ. και δεν είναι τίποτε λιγότερο από την απάθεια των εργαζομένων προς τα κελεύσματα του οργανωμένου συνδικαλισμού, για οργάνωση και συμμετοχή στην καθημερινή πάλη και στις απαιτούμενες κινητοποιήσεις.
Λέτε παραδείγματος χάρη, ότι « τα συνδικάτα είναι σκληροί μηχανισμοί με άκαμπτες ιεραρχίες και με πολυποίκιλες εξαρτήσεις» και παρακάτω τις προσδιορίζετε στον «κυβερνητικό συνδικαλισμό και στην κομματική χειραγώγηση».
Βέβαια αφού συμβαίνουν αυτά είναι φυσικό επόμενο η ανάπτυξη του εργοδοτικού συνδικαλισμού δηλαδή του συνδικαλισμού που έχει υποταχθεί στην φράξια των ρουφιάνων του εργοδότη, ή των «στελεχών» εκείνων που ενστερνίζονται την φιλοσοφία ανάπτυξης του καπιταλιστικού κεφαλαίο.
Μέχρις εδώ όλα καλά, αλλά σε ολόκληρο το κείμενο δεν διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχει επίγνωση για την θέσης της Αριστεράς και τις ευθύνες της, στην εξέλιξη που διαμόρφωσε και καταδίκασε στην σημερινή του εκφυλιστική μορφή το κίνημα, μια θέση και λειτουργία που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της σημερινής φυσιογνωμίας των συνδικάτων, της ιδεολογικής και πολιτικής αποστέωσης τους και της διάρρηξης των δεσμών της εργατικής τάξης με την φιλοσοφική της θέση στις σχηματοποιημένες κοινωνίες.
Γιατί από την μια μεριά έχουμε ένα κατ’ επίφαση συνδικαλιστικό κίνημα να κερδίζει μάχες σημαντικές με ρακένδυτους «στρατηγούς», που στο τέλος μιας νικηφόρας πορείας οι «στρατηγοί του» μεταβάλλονται σε εξουσιαστές είτε από την θέση του αξιωματούχου πλέον, κομματικού καθοδηγητή και ανερχόμενου στην κομματική ιεραρχία, είτε από την θέση του νεοεκλεγέντος στο κοινοβούλιο βουλευτή και από την άλλη αυτό το κίνημα να βολοδέρνει στις αντιφάσεις του, στις διχοτομήσεις του στις αλληλοσυγκρουσείς του, στους πολυποίκιλους αυτοπροσδιορισμούς του και στην ιδεολογικοποίηση των αντιφάσεών του, οι οποίες όμως δεν είναι καθόλου αθώες αλλά κατευθυνόμενες από συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας και ποδηγέτησης.
Όμως το εργατικό κίνημα δεν έχασε εν πρώτοις τα συνδικαλιστικά του χαρακτηριστικά και στην συνέχεια τα κινηματικά του αντίστοιχα, ούτε εντελώς τυχαία ούτε ως αποτέλεσμα της εξέλιξης των κοινωνιών ή της οικονομίας.
Παρ’ όλο που η εξέλιξη των κοινωνιών και της οικονομίας μπορεί να ενοχοποιηθεί σε ένα βαθμό ότι επηρέασε την αποδέσμευση του εργατικού κινήματος από την συνειδησιακή του ύπαρξη που το καθιστούσε κινηματικό και συνδικαλιστικό, εντούτοις σημαντικό ρόλο έπαιξε η αντίληψη που ερμήνευε την κομμουνιστική θεώρηση και προωθούσε την δια μέσου των κομματικών μηχανισμών κατοχύρωση της φυσιογνωμίας του στην συνείδηση της κοινωνίας, μέσα από μια διαδικασία που επιβουλεύονταν το κίνημα ώστε να οικοδομηθεί μέσα και πάνω από αυτό, μία προσπάθεια χειραγώγησης των κοινωνιών των εργαζομένων , των αναγκών τους της απεξάρτηση τους από την εξατομικευμένη αλλά και συλλογικής κατάπτωση της κοινωνικής τους θέσης, που η ανάπτυξη του κεφαλαίου και ο πλουτισμός τους είχε «επιτρέψει» δηλαδή επιβάλει, αυτήν την κοινωνική εκτόπιση.
Η μόνη που θα πρέπει να κατακριθεί στο ελάχιστο είναι η κομμουνιστική θεώρηση για τις πραγματοποιούμενες κατά αντιστοιχία περιόδους εξέλιξης των πραγμάτων και του κεφαλαίου, αναλύσεις και στοχεύσεις .
Εάν όμως κάνουμε μια ιστορική αναδρομή, από διαφορετικές πηγές για να έχουμε μια αντικειμενική εικόνας της πραγματικότητας, σκοντάφτουμε πάνω στο ίδιο εμπόδιο του χθες και του σήμερα, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την αναστολή της πολιτικής και ιδεολογικής, αυθόρμητης κατ’ αρχήν και συντονισμένης αργότερα, συγκρότησης του εργατικού κινήματος.
Ποιο είναι αυτό το εμπόδιο;
Από την μια το Κράτος που προσπαθεί να το χειραγωγήσει είτε βίαια είτε με παροχές κοινωνικής προστασίας, το κίνημα ( βλέπε Βενιζέλο και τις υποσχέσεις στον Μπεναρόγια για την βοήθεια στην δημιουργία του ΣΕΚΕ) είτε με εγγυήσεις συμμετοχής στα κέντρα εξουσίας των συνδικαλιστικών ηγεσιών και από την άλλη, η κομματική συγκρότηση του ΚΚΕ εκείνη την εποχή, μέσα από μια κατ’ εξοχήν αρτηριοσκληρωτική εξουσία και οργάνωση που ασκείται πάνω στην συγκρότηση του εργατικού κινήματος ως αναγκαίο υπόβαθρο της υπόστασής του. Της υπόσταση δηλαδή του ΚΚΕ. ( βλέπε ΣΕΚΕ και η μετεξέλιξή του ).
Η συνέχεια της ανάπτυξης στην οργανωμένη του μορφή, το εργατικό κίνημα , σπαράσσεται από διενέξεις , διασπάσεις και ιδεολογικούς ανταγωνισμούς που σκόνταφταν πάνω στον έντονο εθνικισμό των εργατών, αλλά και συνολικά της Ελληνικής κοινωνίας, κάτι απόλυτα δικαιολογημένο που η Αριστερά δεν μπόρεσε ποτέ να το αποκρυπτογραφήσει ούτε και να το ανεχθεί. Γιατί η Αριστερά δεν παράγετε στην Ελλάδα ως φυσιολογική εξέλιξη της δράσης του εργατικού κινήματος και της ανάπτυξης επαναστατικής συνείδησης κυριαρχίας πάνω στην οικονομία και το κράτος, παρά εισάγεται ως ανώτερη ιδεολογική ηθική που ξεπερνούσε εθνικές ή εθνικιστικές αγκυλώσεις. Δεν παράγεται δηλαδή ως ιδεολογική ανάγκη για ένα κίνημα που ποτέ δεν είχε ενστερνισθεί την πολιτική εξουσία που του ανήκε ως φυσική εξέλιξη της δράσης του και της συμμετοχής του στην ανάπτυξη της χώρας.
Οι απανωτές διασπάσεις του ( με τρεις συνομοσπονδίες στο τέλος αυτών των «ιδεολογικών» πολέμων) δημιούργησαν όλους τους όρους ώστε η ενωμένη βάση του να αποτελεί από τότε μια αναντίρρητη ανάγκη που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι σήμερα.
Ζητούμενο και σήμερα είναι η ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος, στην βάση μιας φυσιογνωμίας που δεν μπόρεσε να αποκτήσει και δεν είναι σε θέση να το κάνει ούτε και σήμερα.
Ο διεθνισμός δεν γίνεται αντιληπτός ως κοινή ταξική βάση απέναντι στην ανάπτυξη του κεφαλαίου και των κοινωνικό – οικονομικών σχέσεων που δημιουργεί αυτή η ανάπτυξη, αλλά περισσότερο λειτουργεί εκφοβιστικά και διχαστικά, που συμπαρασύρεται από απανωτά λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ και που αποτελούσαν το καλλίτερο δώρο στα αστικά και φασιστικά κόμματα, για να δυσφημήσουν αλλά και να ενοχοποιήσουν το σ.κ. και των σχέσεών του με τους «κομμουνιστές» όπως έλεγε η προπαγάνδα.

Σταματώ εδώ την ανάλυση μου ως προς τις αιτίες που το Κίνημα ως μέσο και στοιχείο αυτοπροσδιορισμού της δράσης των οργανωμένων ενώσεων των εργατών, μέχρι και σήμερα, δεν μπόρεσε ούτε τον εαυτόν του να εντάξει στα συνδικάτα, ούτε να εμπνεύσει στους οργανωμένους εργάτες, ούτε να καθοδηγήσει την κοινωνία, ούτε να ανοίξει δρόμους για την πολιτική του ολοκλήρωση.
Σταματώ εδώ, γιατί θέλω να πω, πως αν δεν αποφασίσουμε να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές και συναισθηματισμούς και ιδεολογικό-πολιτικές αγκυλώσεις για τον ρόλο και τις ευθύνες της Αριστεράς στο κίνημα και στην αντί-ανάπτυξη συγκρουσιακών συνειδήσεων στους εργαζόμενους, αντί – ανάπτυξη τοξικότητας των αγώνων και την αντί-σχηματοποίηση του μέσου για ταξικούς αγώνες που είναι το υποκείμενο, δηλαδή ο εργαζόμενος ως κοινωνικοποιημένη οντότητα, δεν θα έχουμε προσφέρει την ευκαιρία στην Αριστερά να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάγκη να βγει η χώρα από της κρίση όπως αυτήν την βιώνουμε σήμερα και που πολύ χειρότερα θα κληθούμε να την αντιμετωπίσουμε στο άμεσο αύριο.
Ο κυβερνητικός συνδικαλισμό, ο εργοδοτικός συνδικαλισμός, η κομματική χειραγώγηση δεν είναι αιτίες, στην αναποτελεσματικότητα των συνδικάτων αλλά και της αδυναμίας συλλογικής έκφραση του συνόλου των εργαζομένων, αλλά αποτέλεσμα των αντιλήψεων της Αριστεράς στην διαχείριση και αντιμετώπιση των κρίσεων τόσο σε εθνικό όσο και Διεθνιστικό επίπεδο και της στράτευσης του εργατικού κινήματος πάνω σ’ αυτές τις αντιλήψεις.
Η ανάπτυξη αντιλήψεων και συνείδησης κυβερνητικής, ή εργοδοτικής ή κομματικής εξάρτησης, πηγάζει από την αδυναμία ιδεολογικοποίησης της ύπαρξης αλλά και της ένταξης του ατόμου μέσα στην κοινωνία ως κοινωνικοποιημένη οντότητα, που αντιλαμβάνεται την καταπίεση του Κράτους και των μηχανισμών του, μέσα από παραμορφωτικούς φακούς, ως φυσική εξέλιξη και κυρίως ως ανάγκη επιβίωσης και ασφάλειας.
Κανένας εργαζόμενος δεν πιστεύει ότι η κοινωνία βρίσκεται υπό καθεστώς δουλείας και τρομοκρατίας του Κράτους.
Αλήθεια μέχρι σήμερα ποια αριστερή πολιτική – κομματική δύναμη, δεν ζητά μια φιλεργατική, φιλολαϊκή κυβερνητική πολιτική, σε αντιδιαστολή με μια εργατική, λαϊκή κυβέρνηση ενός αντίστοιχου κόμματος και μιας αντίστοιχης ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας;
Τι ακολουθείται από τα συνδικάτα και τις ηγεσίες των εργατών ως φυσιολογική εξέλιξη στις διαπιστώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης;
Η διεκδίκηση μια φιλεργατικής πολιτικής, μιας φιλολαϊκής αντίστοιχης που θα σέβεται τον μόχθο των εργαζομένων και θα έχει έναν κοινωνικό ανταποδοτικό χαρακτήρα.
Η Αριστερά λοιπόν ποτέ δεν διεκδίκησε για τον εαυτόν της αυτό τον ρόλο και επομένως έδωσαν χώρο και ρόλο στα αστικά κόμματα να επεξεργαστούν φιλεργατικές, φιλολαϊκές ή αντίθετες πολιτικές και έδωσε απλόχερα την δυνατότητα στα αστικά κόμματα να το παίξουν οι καλοί πατερούληδες των εργατών, των αγροτών των εξαθλιωμένων.
Μαζί όμως με την Αριστερά, ποτέ το εργατικό κίνημα, που λειτούργησε ως ουρά της, δεν διεκδίκησε αυτόν τον ρόλο. Ούτε άμεσα, με πολιτικές κυβερνητικής εξουσίας, αλλά ούτε και ως μηχανισμός πίεσης των κομμάτων που αυτό – προσδιορίστηκαν εντελώς αυθαίρετα ως οι εκφραστές του Λαού και των εργαζομένων.
Βάστηξε όμως η Αριστερά τον ρόλο του απαγγέλνοντος κατηγορίες, εργοδοτικού, κυβερνητικού και κομματικού συνδικαλισμού σε ότι δεν μπόρεσε να ελέγξει ή να εντάξει στο στρατόπεδο της.
Θυμάστε πως απολύθηκαν οι συνάδελφοι εργαζόμενοι οικοδόμοι που εργάζονταν στο «σπίτι του Λαού» ή οι συνάδελφοι εργαζόμενοι στην «Τυποεκδοτική» που συμμετείχαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις.
Την ίδια στιγμή που πραγματοποιούσαν τις απολύσεις αυτές, ανερυθρίαστα κατάγγελλαν τους «αγανακτισμένους πολίτες» που συγκροτούνταν έξω από τα υπουργεία Εργασίας και Οικονομικών κόντρα σε απεργούς, από ομάδες της ΠΑΣΚΕ, την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ ως Κυβέρνηση.
Αυτόν τον κομματικό συνδικαλισμό όμως εκείνη πρώτη τον δίδαξε και τον χρησιμοποίησε ως μέσον προπαγάνδας και «ηρωϊκότητας» των μπροστάρηδων που απαρνιοντουσταν ακόμη και την οικογένεια τους και θυσιάζονταν για το κίνημα και τα δίκαια των εργαζομένων.
Ενός κομματικού συνδικαλισμού που το επέβαλε για να ελέγξει το εργατικό κίνημα και να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από αυτό ως η μάνα που το γέννησε.
Άλλωστε δεν είναι τυχαία και εξωπραγματική η θέση του ΚΚΕ ότι ο αυθεντικός πολιτικός εκφραστής των εργαζομένων και του ταξικού συνδικαλισμού, είναι η αφεντιά του.

Βαγγέλης Κωνσταντίνου
Αναρτήθηκε από vangelis konstantinou στις Παρασκευή, Οκτώβριος 24, 2008

30 10 2008
vangelis konstantinou

Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΣΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ
Εάν η κρίση οδηγεί στην ύφεση, στην δομή του συνδικαλιστικού κινήματος, η κρίση οδηγεί στην διάλυση και στην ανυποληψία των οργανώσεων και των ηγεσιών.
Γιατί στην μεν ύφεση παρατηρείται μια προσαρμογή σε πιο συντηρητικές μεθόδους δράσης και αυτοσυντήρησης των δυνάμεων, στην περίπτωση μας, όπου το στοίχημα είναι η υλοποίηση της κυβερνητικής αλλαγής και η επαναφορά στην κυριαρχία του πολιτικού λόγου της ΠΑΣΚΕ μέσα από την επαναενθρόνιση στην Κυβερνητική εξουσία του ΠΑΣΟΚ από την μια και η διατήρηση της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση από την άλλη, έργο που διεκπεραιώνει η ΔΑΚΕ, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την προσαρμογή του λόγου και των διεκδικήσεων των εργαζομένων στην υλοποίηση αυτού του στόχου.

Η περίπτωση της υπογραφής της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης, την οποία άρον – άρον υπέγραψε η ΓΣΕΕ, την στιγμή που το κίνημα αποκτούσε αυτοπεποίθηση, την στιγμή που η συμμετοχή των μη συνδικαλισμένων έπαιρνε δειλά μορφή αυθόρμητου ανατρεπτικού και ριζοσπαστικού κινήματος, την ώρα αυτή ανακαλυπτόταν ο κίνδυνος της απώλειας ελέγχου και διαχείρισης, καθώς και ο κίνδυνος καταγραφής μια δυναμικής που θα στρίμωχνε το ΠΑΣΟΚ στην περίπτωση κυβερνητικής του επαναενθρόνισης.
Από την άλλη μεριά βέβαια θα οδηγούσε στην επιτάχυνση της πτωτικής πορείας του κυβερνώντος κόμματος και στην μεγαλύτερη εκδήλωση κυβερνητικού αυταρχισμού που δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί η ΔΑΚΕ για λογαριασμό της Κυβέρνησης Καραμανλή.
Παράλληλα δυναμίτιζε τις σχέσεις οικοδόμησης εμπιστοσύνης που έχουν αρχίσει να δομούνται μεταξύ των Εργοδοτικών Οργανώσεων και κυρίως του ΣΕΒ με την νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Σχέσεις μου δημιουργούν μια βεβαιότητα κυβερνητικής αλλαγής.
Ήδη ο Καραμανλή προετοιμάζει διάδοχο κυβερνητικό σχήμα που τον πυρήνα του θα το συγκροτεί η Λαϊκή και Κοινωνική Δεξιά και που θα δώσει βήμα ουσιαστική στήριξης στην κυβερνητική πολιτική από το Γ. Γραμματέα της ΓΣΕΕ και ολόκληρη την ΔΑΚΕ.

Ο κίνδυνο να φανεί το ΠΑΣΟΚ αφερέγγυο προς τις σχέσεις οικοδόμησης εμπιστοσύνης με το Ελληνικό Κεφάλαιο εξ’ αιτίας της αδυναμίας ελέγχου του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, υποχρέωσε την ΠΑΣΚΕ να υποτάξει τις διεκδικήσεις και την αγωνιστικότητα των εργαζομένων, υπογράφοντας αυτήν την ανεδαφική ΕΣΣΕ. Μια σύμβαση που ήδη έπρεπε να είχε καταγγελθεί αμέσως όταν μάλιστα την επαύριον της υπογραφή της άλλαξαν άρδην τα «στοιχεία» βάσης που οδήγησαν την ΓΣΕΕ να βιαστεί να κλειδώσει την συμφωνία.
Θυμόμαστε όλοι ότι ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ ανέλαβε την ευθύνη του κλειδώματος της «συμφωνίας» με το ανεδαφικό και ευτελές επιχείρημα , ότι θα πήγαινα πίσω οι διαπραγματεύσεις των Ομοσπονδιών και οι εργαζόμενοι θα αργούσαν πάρα πολύ να πάρουν την αύξηση των μισθών τους.
Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ και η ΠΑΣΚΕ έκανα επίδειξη υποτέλειας στο κομματικό καθήκον και προδιέγραψαν την στάση της ΓΣΕΕ όταν το ΠΑΣΟΚ καταστεί νέα Κυβέρνηση του Τόπου.

Ο κομματικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός δεν πρόκειται ποτέ να ανασταλεί όσο η δομή του οργανωμένου εργατικού κινήματος είναι προσαρμοσμένη στο να υπηρετεί την συντεχνία και την εκάστοτε κομματική ή κυβερνητική (ανάλογα) εξουσία.

Στον βαθμό που εξακολουθεί η ανάγκη εξουσιαστικής αυτοεπιβεβαίωσης, τα μεν κόμματα να «επικοινωνούν» δια του εμβολισμού με τα κοινωνικά στρώματα που επαίρονται ότι εκπροσωπούν από την μια και όσο υπάρχουν συνδικαλιστικές μονάδες που «στέφονται» υπηρέτες αυτής της ανάγκης των κομμάτων, αλλά και όσο αυτή η ανάγκη πρέπει να υλοποιείται μέσα από οργανωμένα πολιτικό –συνδικαλιστικά σχήματα από την άλλη, τόσο το εργατικό κίνημα θα βρίσκεται υποταγμένο στον κομματισμό και τον κυβερνητισμό.

Επειδή κάποτε είχαν τη ευκαιρία να ζήσω την εμπειρία μιας αυτόνομης πολιτικά και οργανωτικά συνδικαλιστικής παράταξης (ΣΣΕΚ), χωρίς κομματικούς πάτρωνες, είμαι σε θέση να υποστηρίξω την διάλυση των Συνδικαλιστικών Παρατάξεων, καθώς και την αντικατάσταση της συντεχνιακής δομής του συνδικαλιστικού κινήματος από μια αντίστοιχη συνδικαλιστική.
Οι μόνες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων στο δευτεροβάθμιο επίπεδο είναι τα Εργατικά Κέντρα. Οι μόνες συνδικαλιστικές οργανώσεις σε πρωτοβάθμιο επίπεδο είναι οι οργανώσεις των χώρων δουλειάς και όχι του επαγγέλματος.
Επομένως μιλάμε πλέον για πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις , για Εργατικά Κέντρα και μια συνδικαλιστική ανώτερη ένωση Εργατικών Κέντρων.
Να δώσω ένα παράδειγμα αντινομίας και συντεχνιασμού. ΟΜΕ-ΟΤΕ, ΟΣΠΑ, ΕΛΤΑ, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ.
Ενώ όφειλαν να αποτελούν μεγάλα συμπαγή πρωτοβάθμια συνδικαλιστικά σωματεία, η συντεχνιακή φιλοσοφία τους και η ανάγκη προσεταιρισμού εξουσιών, μετέβαλλαν τα σωματεία αυτά σε ομοσπονδίες οργανωμένων συμφερόντων που η πολιτική τους δράση εναντιώνεται στο συνδικαλιστικό κίνημα και ενάντια στα συμφέροντα του Λαού.
Μια περίπτωση από το παρελθόν, της περιόδου διατίμησης των αυξήσεων από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Οι συνάδελφοι της ΔΕΗ σπάνε την εισοδηματική πολιτική της Κυβέρνησης σε βάρος των Λαϊκών συμφερόντων, υπογράφοντας ΣΣΕ πάνω από τα καθορισμένα και μεταφέρουν το έλλειμμα στην κατανάλωση, αφού συμφωνούν και μεταβάλλεται η χρέωση των kwh. Την διαφορά αυτή δεν αντιλήφθηκε η κοινωνία, αλλά πολύ αργότερα την ομολόγησαν κάποιοι εκ των συνδικαλιστικών στελεχών της ΓΕΝΟΠ.

Όλα τα ζητήματα που απασχολούν τους εργαζόμενους, ακόμα και αυτά της καθημερινότητας είναι ζητήματα πολιτικά και χρίζουν πολιτικές λύσεις.
Παραδείγματος χάρη, η εισοδηματική θέση των εργαζομένων από την μια περίοδο στην άλλη είναι μια πολιτική πράξη διαχείρισης αλλά και μια πολιτική διεκδίκησης που στοχεύει στην αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
Η συντεχνιακή αντίληψη της ΓΣΕΕ, έχει μέχρις σήμερα οδηγήσεις τις αυξήσεις των συντάξεων εκτός της ΕΓΣΣΕ και το δικαίωμα αυτό το έχει εκχωρήσει στο Υπουργείο Οικονομικών.
Η πολιτική διαχείριση της καθημερινότητας και του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού καθώς και η συνολική στρατηγική του οργανωμένου εργατικού κινήματος, είναι ζητήματα που γίνονται αντιληπτά μόνο στο επίπεδο της κινηματικής συνδικαλιστικής δράσης ( άρα Πολιτικής) και διακρίνονται από την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική αυτονομία των οργανώσεων των εργαζομένων.

Οι εργαζόμενοι οφείλουν να εκτίθενται στους κινδύνους των επιλογών τους με γνώμονα την οικονομική-κοινωνική τους θέσης στο ντόπιο και παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και να επιλέγουν δια της ψήφου των και με ταξικούς όρους το κόμμα που μπορεί να κυβερνήσει την χώρα και όχι με γνώμονα την κομματική τους ταυτότητα.
Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει οι εργαζόμενοι να απεμπλακούν από την σημερινής τους υποταγή σε ότι εκπροσωπεί τούτη η δομή μιας κατ’ επίφαση συνδικαλιστικής οργανωμένης δράσης των συνδικάτων τους.
Μια τέτοιας φιλοσοφίας δομή του οργανωμένου εργατικού κινήματος, έρχεται σε αντίθεση και αντιπαράθεση με την σημερινή δομή έκφρασης οργανωμένων ομοειδών συμφερόντων, που υλοποιείται τόσο στο επίπεδο των ομοσπονδιών όσο και στο επίπεδο της σημερινής ΓΣΕΕ.
Η σημερινή ΓΣΕΕ κατακλύζεται σε όλες τις βαθμίδες της, σε όλα τα όργανα της, από στελέχη των ΔΕΚΟ και εκπροσωπεί τα συγκεκριμένα συμφέροντα των συντεχνιών από όπου προέρχεται.
Όταν μιλάμε για την σημερινή ΓΣΕΕ, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι μιλούμε για την ΓΣΕΕ της τελευταίας 20ετίας.

8 11 2008
Tierra Izquierda

Μια πρόταση για συζήτηση…

Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στο blog του ΣΥΡΙΖΑ Αλίμου (http://syrizaalimou.wordpress.com/2008/11/08/toe/):

Το παρόν κείμενο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν εκφρασθέντες προβληματισμούς και ανησυχίες –τόσο προσωπικές, όσο και συντρόφων/ισών μας- αποτελεί μια εισηγητική πρόταση που αφορά στον λειτουργικό και οργανωτικό επαναπροσδιορισμό του ΣΥΡΙΖΑ Αλίμου, και αποπειράται να τροφοδοτήσει μια δημιουργική και εποικοδομητική συζήτηση ώστε να λάβουμε όλοι μαζί εκείνες τις αποφάσεις που θα μας επιτρέψουν επανακαθορίζοντας ρόλους, διαδικασίες, στόχους και μεθόδους πολιτικής δράσης, να πετύχουμε την ουσιαστική και αποτελεσματικότερη παρέμβασή μας.

Συγκρότηση Τομεακών Ομάδων Εργασίας

Επιδιώκοντας ένα σχέδιο οργάνωσης της πολιτικής μας δράσης, που να στοχεύει και να επιτυγχάνει την ενεργό πολιτική συμμετοχή όλων μας, αλλά ταυτόχρονα και τον επιμερισμό των αναγκαίων για την υλοποίησή της εργασιών, να δίνει έμφαση στο να καταστούμε σημείο αναφοράς για όσους προσδοκούν τη στήριξη και συστράτευσή μας και να βοηθάει στη δημιουργία σταθερού δεσμού με εκείνους εξ όσων ευελπιστούμε να ενεργοποιηθούν πολιτικά δίπλα μας και οι οποίοι μας προσεγγίζουν με ενδιαφέρον ή περιέργεια αναζητώντας έναν χώρο στον οποίο θα μπορούν να δουν την πολιτική τους δράση να έχει αντίκρυσμα, προτείνουμε βασικό στοιχείο, πυρήνα και ραχοκοκαλιά της πολιτικής μας οργάνωσης να αποτελέσουν οι Tομεακές Ομάδες Εργασίας (Τ.O.E.)

Αντικείμενο αυτών των Τομεακών Ομάδων, μπορεί να είναι -μεταξύ άλλων- η παρακολούθηση της επικαιρότητας, η μελέτη, επεξεργασία και σχεδιασμός δράσεων (σύνταξη και έκδοση ανακοινώσεων, μελέτη και επεξεργασία θεωρητικών θεμάτων προς συζήτηση, οργάνωση εκδηλώσεων-συζητήσεων-ακτιβιστικών παρεμβάσεων, συντονισμός δράσης με τις γειτονικές επιτροπές ΣΥΡΙΖΑ κλπ) και η ενημέρωση, παρουσίαση και εισήγησή τους στην Τ.Σ. ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο την κατά το δυνατόν οργανωμένη παρέμβασή μας στα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της περιοχής, αλλά και συγκεκριμένοι κλάδοι εργαζομένων και κοινωνικές κατηγορίες.

Προτείνεται σε πρώτη φάση, η δημιουργία μιας σειράς T.Ο.Ε. για τους ακόλουθους τομείς:

α) Τ.Ο.Ε. Οικονομίας
(οικονομική-εισοδηματική πολιτική, ανάπτυξη)

β) Τ.Ο.Ε. Εργασίας – Κοινωνικής Πρόνοιας
(εργασιακά δικαιώματα, συνδικαλισμός, κοινωνική ασφάλιση, υγεία, κοινωνικό κράτος)

γ) Τ.Ο.Ε. Περιβάλλοντος

δ) Τ.Ο.Ε. Παιδείας

ε) Τ.Ο.Ε. Δικαιωμάτων
(δικαιώματα πολιτών, γυναικών, μειονοτήτων, μεταναστών κλπ.)

ζ) Τ.Ο.Ε. Πολιτισμού-Αθλητισμού

η) Τ.Ο.Ε. Διεθνών Σχέσεων
(διεθνείς σχέσεις, εξωτερική πολιτική, Ευρωπαϊκή Ένωση)

Ο κατάλογος αυτών των τομεακών ομάδων είναι ενδεικτικός και οπωσδήποτε μπορεί να εμπλουτιστεί με νέους, εφόσον εκφραστεί ανάλογο ενδιαφέρον.

Ο τρόπος λειτουργίας των Τ.Ο.Ε. είναι καλό να συζητηθεί και να συμφωνηθεί από τους ίδιους τους συμμετέχοντες σε αυτές. Καλό πάντως θα ήταν κάθε Τ.Ο.Ε. να έχει κάποιον συντονιστή ή συντονιστική ομάδα.

Εκτός των Τομεακών Ομάδων προτείνεται –με καθολική συμμετοχή των συντρόφων/ισών της Τοπικής μας Επιτροπής– η ίδρυση, στήριξη και πλαισίωση μίας “Επιτροπής κατά της Ακρίβειας” (Επιτροπή “Ακρίβεια – STOP”) για την περιοχή του Αλίμου. Πέραν των δράσεων που ήδη αναπτύσσουν τέτοιου είδους ομάδες πανελλαδικά (βλ. http://www.akribeia-stop.gr/), και τις οποίες μπορούμε να εφαρμόσουμε, θα ήταν καλό να αποπειραθούμε κινήσεις όπως:
Μικρές ομάδες των 3-4 συντρόφων/ισών να “αναλάβουν” κάθε μία, την παρακολούθηση ενός Super Market της περιοχής τους, να καταγράφουν για ένα διάστημα τις μεταβολές των τιμών σε βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης, να ετοιμάσουν υλικό σχετικά με τα είδη εκείνα στα οποία θα διαπιστώσουν μεγάλες και/ή συχνές αυξήσεις, να οργανώσουμε διαμαρτυρία-ενημέρωση του κόσμου έξω από τα καταστήματα αυτά, να τον αποτρέπουμε από την αγορά συγκεκριμένων προϊόντων και να καταγγέλλουμε την εμπορική πολιτική του επιχειρηματία, καθώς θα συζητάμε και θα προβάλλουμε την άποψή μας για το ποιοί και πώς παράγουν την ακρίβεια και ποιοί και γιατί συμπιέζουν τα λαϊκά εισοδήματα.

Η επιτυχία αυτής της σειράς προτάσεων, συνδέεται στενά –εξαρτάται απόλυτα θα έλεγα- από την αποδοχή και την στήριξη των οποίων θα τύχει από τους συντρόφους μας. Αυτό που για τον έναν είναι βουνό, για τους δυο είναι ευκολότερο και για τους τρεις απόλυτα εφικτό. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντική η επίγνωση της ευθύνης του καθενός μας και της ανάγκης για προσωπική δέσμευσή του απέναντι σε αυτή την προσπάθεια. Γι’ αυτό επίσης, είναι απαραίτητο όλοι μας να εκφράσουμε ενεργητικά την άποψή μας επ’ αυτής –τόσο επί του συνόλου όσο και για τα επί μέρους– να εκφράσουμε προβληματισμούς, να επισημάνουμε αδυναμίες, να προτείνουμε βελτιώσεις και γενικά να την εμπλουτίσουμε με τις ιδέες μας.

Είναι φανερό ότι έχουμε πολλές δυνατότητες. Ας τις αξιοποιήσουμε.

20 11 2008
vangelis konstantinou

Επτά στους Δέκα δεν συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Στην ΓΣΕΕ σήμερα εξελίσσεται ένα τεράστιας πολιτικής σημασίας ζήτημα, σε συνεργασία των δύο κυβερνητικών παρατάξεων, ΔΑΚΕ και ΠΑΣΚΕ και σε βάρος των άλλων δύο παρατάξεων της Αριστεράς, ΠΑΜΕ και Αυτόνομης Παρέμβασης.
Πρόκειται να πραγματοποιηθεί σε επίσημο επίπεδο στις 21,22 και 23 Νοέμβρη, στα πλαίσια Εκδηλώσεων των 90 χρόνων από την ίδρυση της ΓΣΕΕ, Διεθνή Συνδικαλιστική Διάσκεψη , με θέμα « Καταπολέμηση της καταναγκαστική εργασίας και εμπορία προσώπων», στην οποία συνδιάσκεψη θα συμμετέχουν από την μεριά της Κυβέρνησης η κ. Μητσοτάκη Ντόρα, υπουργός εξωτερικών, και από την μεριά του ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρος του, κ. Παπανδρέου Γιώργος, ως Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς.
Με ευθύνη των παραπάνω παρατάξεων έχουν αποκλεισθεί τόσο οι εκπρόσωποι των άλλων κομμάτων του κοινοβουλίου, όσο και οι άλλες συνδικαλιστικές παρατάξεις.

Στις 18/11 το Εργατικό Κέντρο Αθήνας παρουσίασε μια έρευνα, στην οποία καταδεικνύεται με έναν κατηγορηματικό τρόπο η αποστασιοποίηση των εργαζομένων από το συνδικαλιστικό κίνημα.
Επτά στους δέκα εργαζόμενου συνειδητά απέχουν της δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αρνούνται να αποτελέσουν μέλη τους και ένας στους δύο δεν έχουν απεργήσει ποτέ στην εργάσιμη ζωή τους.

Η μετατροπή των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε προνομιακούς χώρους άσκησης κομματικών πολιτικών, με δοσμένες διοικήσεις και σικέ εκλογικές διαδικασίες, όπου όποιος δεν είναι στην κομματική γραμμή δεν εκλέγεται, έχουν οδηγήσει το κίνημα σε ένα τεράστιο τέλμα και σε μια προχωρημένη αποσύνθεση.
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν εκπέσει στο επίπεδο του παραμάγαζου των κομμάτων και υποχείρια του Κράτους.
Τις ηγεσίες τους τις αποτελούν άτομα με μειωμένη την αίσθηση της ευθύνης, εξαφάνιση της συνείδησης για ότι πράττουν σε βάρος εκείνου που θα έπρεπε να εκπροσωπούν και καταχραστές εμπιστευμένης εξουσίας, αλλά πολύ καλά αμειβόμενοι από την θεσμοθετημένη συμμετοχή τους σε Διοικητικά Συμβούλια και επιτροπές. Κρατικοδίαιτα άτομα που κατέχουν εξουσίες, που τους αναγνωρίζονται για τις ευδόκιμες υπηρεσίες τους στο Κράτος και τα κόμμάτα, στα οποία συμμετέχουν. Εξουσίες στο όνομα της εργατικής; Τάξης που μετασχηματίζονται σε μαύρο πολιτικό χρήμα αλλά και οικονομική ευμάρεια.
Εξουσίες που μπορούν να καταπατούν δικαιώματα των εργαζομένων και τα δικαστήρια να στραγγαλίζουν τους εργαζόμενους που προσφεύγουν εναντίων των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Το Κράτος χρειάζεται μια κοινωνία απόλυτα ελεγχόμενη και άκρως φοβισμένη.
Ο καλλίτερος και πιο σίγουρος δρόμος είναι η θεσμοποίηση οποιουδήποτε σχήματος ή μηχανισμού που οι κοινωνίες δημιουργούν για την αυτοπροστασία τους, ο εκμαυλισμός των συνειδήσεων των κοινωνικών τους ηγετών και η εκχώρηση εξουσιών και δύναμης λόγων και έργου στους «κοινωνικούς» τους ηγέτες, ώστε να συνειδητοποιεί το κάθε άτομο μιας κοινωνίας, ότι ούτε μπορεί να κρυφτεί, ούτε μπορεί να ενταχθεί σε μια συλλογικότητα δικαιωμάτων και αυτοπροστασίας, ούτε μπορεί να εκπροσωπηθεί από κανέναν, γιατί το παιχνίδι είναι ήδη χαμένο.
Το άτομο ζει σε μια κατάσταση τρομοκρατίας που το οδηγεί στον ατομικισμό, την αφαίρεση και την αυτό-εξαίρεση από το πολιτικό-οικονομικό γίγνεσθαι.
Το άτομο προβάλλοντας τον φοβισμό του ως στοιχειώδη άμυνα αυτοπροστασίας του, εκτοπίζει καθετί που το περιβάλλει και εκτοπίζεται από αυτό.
Έτσι ο φόβος και η τρομοκρατία που του ασκείται, το οδηγεί να απορρίπτει οτιδήποτε προέρχεται ως προστατευτικός μηχανισμός από τον κοινωνικό του περίγυρο, να μην συμμετέχει σε διαδικασίες συγκρότησης επιμέρους κοινωνικών οργανώσεων, να υποπτεύεται ό,τι και όποιους προσπαθούν να τον πλησιάσουν ώστε να δημιουργηθούν συλλογικότητες που να μπορούν να ασκούν αντίρροπες δυνάμεις προς τις δυνάμεις του Κράτους και οικονομικού κατεστημένο, να απορρίπτει κάθε συμμετοχή που δεν θα είχε ένα προσωποποιημένο κέρδος, όπως μια μόνιμη θέση εργασίας, μια αύξηση του προσωπικού του μισθού κλπ.
Αυτός ο φόβος, και αυτό το αίσθημα τρομοκρατίας που επηρεάζει αποφασιστικά το άτομο, το οδηγεί μοιραία να αποφεύγει την ένταξή του στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά και να αντιδρά εχθρικά στις απεργιακές κινητοποιήσεις.
Το άτομο είναι πλέον ευάλωτο και αδύναμο να αντιδράσει, έτσι που να καθίσταται καταδεχτικό στις «σειρήνες» που του δημιουργούν μια εικονική πραγματικότητα ασφάλειας και δικαίου και που το οδηγούν να υποθηκεύει το μέλλον του στα κόμματα εξουσίας και στους πολιτικούς την ίδια ακριβώς στιγμή που και αμφισβητεί τα κόμματα και εχθρεύεται του πολιτικούς.
Την ίδια ακριβώς στάση το άτομο διατηρεί για τα συνδικάτα και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες.

Ολάκερη αυτή η φιλοσοφία που διέπει τις ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ευθύνεται για την αποστασιοποίηση των εργαζομένων από τον φυσικό τους χώρο, μιας και κατά την δομή συγκρότησης των κοινωνιών μιας δοσμένης εθνικής κοινωνίας, ο κορπορατισμός είναι αυτός που κυριαρχεί και επομένως ενώ αποτελεί αναγκαιότητα η σύσταση οργανώσεων εργαζομένων, εντούτοις οι ηγεσίες των συνδικάτων απωθούν τους εργαζόμενους από την συνειδητοποίηση αυτής της ανάγκης.

Η φιλοσοφία αυτή οδήγησε τους διαχειριστές της ανώτατης συνδικαλιστικής εξουσίας στην διοργάνωση μιας τέτοιας βαρύτητας διεθνούς διάσκεψη φροντίζοντας πρώτα απ’ όλα να αποκλείσουν από την έννοια και την ουσία της συνδικαλιστικής ηγεσίας, τον Αντιπρόεδρο της ΓΣΕΕ και εκπρόσωπο της Αυτόνομης Παρέμβασης, καθώς και τον εκπρόσωπο του ΠΑΜΕ, σ. Πέρρο, μιας και θεωρούν ιδιοκτησία τους τόσο την ΓΣΕΕ όσο και τις ανάγκες και τα προβλήματα των εργαζομένων.
Προχωρώντας όμως ένα βήμα παραπάνω, τα προβλήματα αυτά καλούνται να τα επιλύσουν, το κόμμα που κυβέρνησε και περιμένει να ξανακυβερνήσει αλλά και το κόμμα που είναι σήμερα κυβέρνηση. Επομένως είναι εύλογος ο αποκλεισμός των άλλων Παρατάξεων καθώς και η αποψίλωση του Αντιπροέδρου της ΓΣΕΕ, καθώς οι εμπιστευμένοι των κομμάτων στην ανώτατη ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος λειτουργούν ως αρχιερείς που ευλογούν τα γένια τους.
Άλλωστε δεν πρέπει να μας διαφεύγει ποτέ, ότι η ΓΣΕΕ αποτελεί τον θεματοφύλακα των συμφερόντων του Κράτους που δεν είναι άλλος από την «προσαρμογή» των συμφερόντων της εργαζόμενης κοινωνίας στις ανάγκες και τα συμφέροντα που το Κράτος εκπροσωπεί και προστατεύει.
Αλλοίμονο αν η ΓΣΕΕ αποτελούσε τον πρωτοστάτη της ανατροπής των συμφερόντων του Κράτους και της «κοινωνίας» των συμφερόντων που προστατεύει. Τότε η ΓΣΕΕ θα αποτελούσε μια καθαρή Συνδικαλιστική οργάνωση, που απεύχονται Κράτος και Κόμματα.

17 12 2008
vangelis konstantinou

Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΜΟΥ στο ΠΑΝ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ
Η ΓΣΕΕ αποτελεί θεσμικό παράγοντα που διαβουλεύεται για ολόκληρη την κοινωνία και επομένως δεν μπορεί να τοποθετηθεί κάτω από την σημαία της νεολαίας.
Σε ελεύθερη απόδοση αυτό υποστήριξε ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ, στην τοποθέτηση φοιτητών που προσκάλεσαν την ΓΣΕΕ στο πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο με προκήρυξη 24ωρης απεργίας.
Δικαιολογήθηκε ο κ. Παναγόπουλος, ότι είναι κουρασμένοι από τις Γενικές απεργίες και οικονομικά αποδυναμωμένοι οι εργαζόμενοι για να τους οδηγήσουμε σε νέα απεργία.
Η Γενική Απεργία είναι πολιτική πράξη, δήλωσε ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ.

Πολιτική πράξη το 1918, ήταν η σύσταση της ΓΣΕΕ.
Την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος δεν φτάνει να την αποστηθίζουμε για να δείχνουμε πόσο καλοί μαθητές είμαστε, στις «εξετάσεις» που μας βάζουν ή που εκθέτουμε τον εαυτό μας για να αυτοαναγορευτούμε αδιαφιλονίκητοι ηγέτες.

Η ΓΣΕΕ όταν γεννήθηκε, γεννήθηκε για να `βρουν την ζωή τους οι εργαζόμενοι. Να την διαφεντεύουν, να την δουν να ανθίζει, να υποτάξουν το Κράτος, να υποτάξουν τις εξουσίες, να υποτάξουν την εκμετάλλευση, τα αδιέξοδα, τους συμβιβασμούς, τις δηλώσεις υποτέλειας, να δημιουργήσουν το μέλλον που τους αξίζει, το μέλλον που θέλουν, το δικαίωμα του λόγου και της πράξης, το δικαίωμα στο παρόν και στο μέλλον, στο σήμερα και το αύριο, στις νέες γενιές χωρίς να τους υποθηκεύουν την ζωή τους, χωρίς να τις εντάσσουν στην εκμετάλλευση των κομμάτων , των Κρατικών Θεσμών, των ατομικών ή εξατομικευμένων επιδιώξεων, της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.
Η ΓΣΕΕ γεννήθηκε για να υπηρετεί τους εργαζόμενους και να δημιουργήσει μια ισχυρή και συντεταγμένη κοινωνία εργαζομένων που να διεκδικεί και να ελέγχει και όχι να υπηρετεί συμφέροντα και συμβιβασμούς. Να υπηρετεί Σωτήρες και να αναζητά Σωτήρες. Να υποτάσσει τα θέλω και τα οράματα των εργαζομένων και των οικογενειών τους στα θέλω του Κράτους και της νομιμοφροσύνης που απαιτεί το Κράτος.
Να διεκδικεί σύμφωνα και να διαμορφώνει πολιτικό λόγο σύμφωνο με τις κομματικές ανάγκες και των πλειοψηφιών που αντιστοιχίζονται σ’ αυτές, αδιαφορώντας να η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων αρνείται να ενταχθεί στα σωματεία. Αρνείται την ύπαρξη εργατικού κινήματος και αρνείται να τους χρησιμοποιούν, αρνείται να τους εκπροσωπούν οι αρεστοί των κομματικών ηγεσιών, αρνείται να τους εντάσσουν σε συνθήματα και λάβαρα που δεν υπηρετούν την κοινωνία παρά το Κράτος και τα συμφέροντα,

Οι νέες γενιές, οι νέοι άνθρωποι, η ελπίδα αυτού του τόπου, έχουν ένα χρέος.
Να προχωρήσουν μπροστά δημιουργώντας όρους και δρόμους για μια νέα αλλά υπαρκτή και συγκροτημένη κοινωνία κοινοτήτων, που να ασκεί εξουσία, που να ασκεί πολιτική που να επιβάλει αποφάσεις, διεκδικήσεις, οράματα και μέλλον στο Κράτος και ό,τι αυτό εκπροσωπεί.
Να δημιουργήσουν τον μέλλον τους, όπως τους αξίζει και όπως το επιθυμούν, όπως εκείνοι το επιλέγουν απαξιώνοντας το παρόν και τα ναρκοθετημένα σχήματα που εμείς δημιουργήσαμε και που θέλουμε την διαιώνιση τους.
Να χαράξουν δρόμους μέσα από συλλογικούς αγώνες και συλλογικούς κοινωνικούς θεσμούς. Να δημιουργούν το μέλλον τους με κινηματικούς όρους και με όρους συγκροτημένης συλλογικής κοινωνίας.
Να μην υποτάσσεται και να μην συνθηκολογεί.
Να επιδιώκει το ανώτερο και το ανέφικτο. Το ουτοπικό.
Χωρίς την ουτοπία ο δρόμος για τον ενταφιασμό του ανθρώπου, της φύσης και των οραμάτων, είναι στρωμένος με άνθη και ωσαννά.
Χωρίς την ουτοπία η βαρβαρότητα και η χλέπα αντικαθιστούν και δημιουργούν αξίες και κανόνες ηθικής για υποταγμένους και αφεντάδες. Για «καθαρά» κολάρα και υποτακτικούς.
Για μπάτσους που είναι το Κράτος και Κυβερνήσεις του παρακράτους.
Για Κράτος ιδιώτη και εκπορνευτή συνειδήσεων και ανθρωπισμού.
Για αριστοκράτες και πληβείους.
Για ιδιοκτήτες της γνώσης και πτυχία της μιζέριας και της απόγνωσης.
Για ότι μας συμβαίνει σήμερα και ό,τι δεν μπορούμε να ανατρέψουμε.

20 12 2008
ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Σύντροφοι, δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί κυρίως ως μέτωπο των συνιστωσών που συμμετέχουν σ΄αυτόν και όχι ως αυτοδύναμος φορέας που διαμορφώνει τη δική του γραμμή με βάση τη λειτουργία των δικών του μελών και οργανώσεων.

23 12 2008
vangelis konstantinou

ΕΜΕΙΣ, ΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΝΤΖΗΠΕΤΡΗΣ

Μπορεί οι καιροί να είναι πονηροί, μπορεί το παιγνίδι να είναι στημένο, μπορεί να είναι σημαδεμένη η τράπουλα, αλλά ένα είναι γεγονός.
Ο φυγάς το πρώτο πράγμα που φοβάται είναι η σκιά που ξεπροβάλει στην γωνία του δρόμου.
Αυτό που φοβούνται τα κόμματα από το κυβερνών μέχρι και το ΛΑΟΣ, είναι η σκιά με το ονοματεπώνυμο, ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η σκιά ενός γίγαντα που ξυπνάει και που μόνο ένα βήξιμο του, είναι ικανό να τρομοκρατήσει όλους εκείνους που τάχατες έχουν την ικανότητα και την εντιμότητα να εκπροσωπήσουν τον Λαό και να διασφαλίσουν τα συμφέροντα της Χώρας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την αυθεντική ικανότητα, το αυθεντικό προτέρημα όχι μόνο να αντιλαμβάνεται τις κοινωνίες, τα προβλήματα και τα αδιέξοδα που βιώνει καθημερινά ο Λαός, αλλά το πηγαίο προτέρημα να ακούει τον Λαό, να ακούει την κοινωνία των νέων, να ενθαρρύνει την νέα γενιά , να αναλαμβάνει το ρίσκο της υιοθέτησης των διεκδικήσεων των νέων ανθρώπων, τα οράματα που διεκδικούν οι νέοι άνθρωποι, τον τρόπο σκέψης και το πολιτικό – κοινωνικό λόγο της νέας γενιάς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σκαρφίζεται κόλπα, δεν πετάει πεπονόφλουδες, δεν πλειοδοτεί επαίσχυντα και ανερυθρίαστα σε συνταγές του τύπου «ο αυθεντικός και ταξικός σύμμαχος και εκφραστής των εργαζομένων» ( βλέπε ΚΚΕ) ή ο «εγγυητής μιας καλλίτερης, πιο δίκαιης και ισχυρής Ελλάδας ( βλέπε ΠΑΣΟΚ), για να πείσει τους εργαζόμενους, την νέα γενιά, τους συνταξιούχους ότι η λύση που προτείνει είναι μονόδρομος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται τους μονόδρομους και αρνείται τις ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( Μάαστριχ, Λισσαβόνα κλπ), αρνείται την υποταγή των κοινωνιών στις «αναγκαιότητες» των καιρών και των δυνάμεων της αγοράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διακατέχεται από το σύνδρομο της «μεγάλης οικογένειας» των κομμάτων που δικαιωματικά, κληρονομικά – νομιμοποιητικά ασκούν «υπεύθυνη» πολιτική σε αντιπαράθεση με το δικαίωμα του Λαού να ασκεί πολιτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και μόνο από την σύνθεσή του είναι υπέρμαχος μιας Κινηματικής Δημοκρατίας και μια Κινηματικής πολιτικής στην άσκηση εξουσίας.
Αυτό είναι που τρομάζει το καθεστωτικό σύστημα άσκησης πολιτικών , που εκπροσωπούν, η Κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και το ΛΑΟΣ.
Δηλώνουν οι καθεστωτικοί ότι, ή δεν υπάρχει ξεσηκωμός της νεολαίας ή όλοι αυτοί που κινητοποιούνται δεν είναι η νεολαία.
Η κριτική τους στο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινά από την έλλειψη λόγου επικοινωνίας και της αμφίδρομης εμπιστοσύνης των καθεστωτικών κομμάτων εξουσίας ή των κολίγων ( ΚΚΕ) της εξουσίας ( Ν. Δ., ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ) με τις νέες γενιές και την δράση της νέας γενιάς που έχει λάβει χαρακτηριστικά επαναστατικής εξέγερσης.
Ότι δεν ελέγχουν, το κατηγοριοποιούν ως παρασυρόμενους, ως αντικοινωνικούς και υπονομευτές, ως ταραξίες της καθεστηκυίας τάξης και της νομιμότητας, ως δυσφημιστές της χώρας στο εξωτερικό και πάει λέγοντας.
Είδαμε σε παρά πολλά video, την αμοιβαία σχέση και «οικογενειακή» συγγένεια κουκουλοφόρων και ΜΑΤ.
Είδαμε όμως έκπληκτοι την σιγή ασυρμάτου των καθεστωτικών κομμάτων και την συνέχιση της κακόβουλης προπαγάνδας υπέρ των «νοικοκυραίων», υπέρ των εργαζομένων στα καταστήματα που κτυπήθηκαν και την αμετροέπεια τους για τους χιλιάδες εργαζόμενους που έχασαν την δουλειά τους από την αυταρχική εργοδοτική αυθαιρεσία και την πλειοδοτική στάση της Κυβέρνησης, αλλά καμιά κατακραυγή για τις υπόγειες συνδέσεις του υποκόσμου της κουκουλοφοριάς και του επίσημου κράτους.
Αλήθεια, με την τόση ευκολία που διατύπωσε το ΚΚΕ τις κατηγορίες τους στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν βρήκε το σθένος να τοποθετηθεί για τις υπόγειες διαδρομές κουκουλοφόρων και επίσημου Κράτους;
Μήπως βολεύεστε «σύντροφοι» του ΚΚΕ;
Μιας και τις δηλώσεις του ΚΚΕ τις ακολούθησαν ασθμαίνοντας οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ με Πάγκαλο, Σιφουνάκη και η ανάγκη της αυτοδυναμίας του ως Σωτήρες της οικονομίας και της Κοινωνίας, δηλώνοντας τα περί «πολιτικής αλητείας» , δεν είδαμε το ΠΑΣΟΚ να αντιδρά στο παρακράτος και τις δομές του, μιας και στο παρελθόν κατά την δικής τους κυβερνητική θητεία, το ίδιο παρακράτος φάνηκε χρήσιμο στην κατασυκοφάντηση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων των νέων και των εργαζομένων.
Επομένως κύριοι καθεστωτικοί καλά κάνετε και συκοφαντείτε τον ΣΥΡΙΖΑ . Καλά κάνετε και φοβάστε τον ΣΥΡΙΖΑ.

18 01 2009
Tierra Izquierda

Το ακόλουθο κείμενο έχει συνταχθεί από τους Παναγιώτη Παπαγεωργίου και Θοδωρή Κανάκη (μέλη της Τοπικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ Αλίμου) και πρόκειται να κατατεθεί προς συζήτηση, στην συνέλευση του ΣΥΡΙΖΑ Αλίμου την Δευτέρα 26/01/2008.
Το κείμενο αυτό απευθύνεται προς όλα τα «μέλη» του ΣΥΡΙΖΑ πανελλαδικά, καθώς και στην Κεντρική Γραμματεία.

ΑΝΕΝΤΑΧΤΟΙ: ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΕΝΟΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΘΕΟΥ

Καθώς η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος μπήκε στη δεύτερη και πιο επώδυνη φάση της, η ύφεση καλπάζει με πρώτα θύματα κάποια ακόμη εκατομμύρια νέους ανέργους. Τα μέχρι στιγμής προτεινόμενα από τις κυβερνήσεις «μέτρα», αφιερώνουν δημόσιο χρήμα για την στήριξη και προστασία των στυλοβατών του συστήματος -τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων. Και αυτές βεβαίως -δείχνοντας ότι έχουν πλήρως επίγνωση της θέσης τους- ανταποδίδουν αναλόγως, απολύοντας εργαζόμενους.

Στην Ελλάδα η κρίση είναι παρούσα. Θα κληθούν να την πληρώσουν με πολλούς τρόπους οι εργαζόμενοι, οι απασχολήσιμοι, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Και θα πληρώνουν συνεχώς όσο δεν κατανοούν ότι πίσω από αυτή βρίσκονται τα αφεντικά τους και δεν αντιδρούν απέναντί τους.

Η πολιτική κρίση που εντείνεται τους τελευταίους μήνες βρίσκει αδύνατη την κυβέρνηση της Ν.Δ. με οριακή πλειοψηφία και έντονες ενδοκομματικές συγκρούσεις. Τη δυσχερή θέση της επέτειναν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου και η γενικότερη κοινωνική αμφισβήτηση, τα οποία προσπάθησε ανεπιτυχώς να αντιμετωπίσει με έναν ανασχηματισμό εντυπώσεων.

Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται συγκυριακά κερδισμένο δημοσκοπικά, όχι όμως λόγω των θέσεων που παίρνει και των προτάσεων που εισηγείται στην κοινωνία, αλλά λόγω της μεγάλης φθοράς της Ν.Δ. Η κοινωνία όπως πάντα, ζητάει διέξοδο. Και αν δεν ανοιχτεί νέος δρόμος, θα επιστρέψει -δυσανασχετώντας ίσως, αλλά θα επιστρέψει- στον παλιό…

Το ΚΚΕ με μια αξιοθαύμαστη νεκρανάσταση, φαίνεται να αναγνωρίζει ως ηγέτη του σοσιαλισμού τον Ιωσήφ Στάλιν. Στο 18ο Συνέδριο, κλεισμένο στον Περισσό, θα λιβανίζει το αλάθητο της σημερινής ηγεσίας του. Αν η κοινωνία δεν το ακολουθεί, το λάθος είναι δικό της. Την ίδια στιγμή που η ηγεσία αυτή πρωτοστατεί, από κοινού με τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ, στις απαράδεκτες επιθέσεις, στη μαύρη προπαγάνδα, ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ.

Kαι ο ΣΥΡΙΖΑ; Ας δούμε τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ τους τελευταίους 8 μήνες.

Η Πανελλαδική Σύσκεψη του Μαρτίου, έδειξε ότι είναι ώριμες οι συνθήκες για παραπέρα οργανωτική εξέλιξη και προγραμματική επεξεργασία. Η απόφαση έβαλε τις βάσεις γι’ αυτό το προχώρημα και έδινε το πλαίσιο αυτής της δουλειάς.

Ενδεικτικά, θυμόμαστε από το καταληκτικό κείμενο:
Σημείο 4, §β’: “Νέα καθήκοντα και υποχρεώσεις του ΣΥΡΙΖΑ: …. Τη συγκρότηση και λειτουργία σε μόνιμη βάση των δυνάμεων που δηλώνουν ότι συμφωνούν και θέλουν να συμμετάσχουν ενεργά στο εγχείρημα. Να μελετηθεί παραπέρα ο τρόπος συμμετοχής των δυνάμεων που δεν ανήκουν σε πολιτικές συνιστώσες, στην οργανωμένη δράση του ΣΥΡΙΖΑ (ανένταχτοι), προωθώντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό την δημιουργική σχέση και ισοτιμία μεταξύ ενταγμένων και ανένταχτων και των νέων δυνάμεων που προσχωρούν στον ΣΥΡΙΖΑ…..

Σημείο 5: Ο τρόπος διαμόρφωσης των αποφάσεων και της πολιτικής, αποκτά μεγάλη σημασία ιδιαίτερα για τα αριστερά κόμματα γιατί αποτελεί πρόκριμα και υπόδειγμα για το πώς θα διαμορφώσουν τις συνθήκες και τους όρους άσκησης της εξουσίας αν καταχτήσουν τη λαϊκή πλειοψηφία. Χρειάζεται να παρθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα που θα δώσουν καθαρή εικόνα, δύναμη και προοπτική στο εγχείρημα της συνεργασίας και θα βοηθήσουν να προχωρήσουμε σε ανώτερες μορφές πολιτικής ενότητας. Ουσιώδης προϋπόθεση γι΄ αυτό είναι η ενεργοποίηση των χιλιάδων αγωνιστών που βρίσκονται έξω από τις οργανώσεις αλλά αναγνωρίζουν ως πολιτική τους εκπροσώπηση το ΣΥΡΙΖΑ και θέλουν να συμμετέχουν σε συλλογικές διαδικασίες του. Βασικό κρίκο αυτής της προσπάθειας αποτελεί η συγκρότηση και λειτουργία των τοπικών, κλαδικών, αλλά και των κεντρικών οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ”.

Σήμερα και με το πολιτικό τοπίο να αλλάζει ραγδαία, ακόμα μιλάμε για το πώς πρέπει να ξεκινήσουμε. Η αργοπορία εκτιμούμε ότι δεν είναι αποτέλεσμα απειρίας ή άγνοιας. Αντίθετα, πιστεύουμε βάσιμα, ότι είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των συνιστωσών που είναι η ηγεσία μας, οι οποίες τακτοποιούν και φροντίζουν τα διαμερίσματά τους στο κοινό μας σπίτι, υποτιμώντας τις απαραίτητες εργασίες που θα ισχυροποιήσουν τα θεμέλιά του. Τους διαφεύγει ίσως ότι αν υποστεί ανεπανόρθωτες ρωγμές, κανείς δεν θα φύγει ωφελημένος.

Έτσι, χωρίς επεξεργασμένο και συμφωνημένο πρόγραμμα και χωρίς την αναγκαία οργανωτική διάταξη, ο πολιτικός σχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να χάνει σταδιακά την ορμή και τον χαρακτήρα που του έδωσαν τα βήματα της Α’ Πανελλαδικής Σύσκεψης, και αρχίζει να αισθάνεται μειούμενο τον ενθουσιασμό, το ενδιαφέρον και την προσοχή του κόσμου της Αριστεράς.

Οι Τοπικές Επιτροπές ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν και οργανώθηκαν συχνά όχι από τις αντίστοιχες οργανώσεις των συνιστωσών -οι οποίες ενίοτε φρόντιζαν να κάνουν επιδεικτικά αισθητή την απουσία τους- αλλά κάποιες φορές ακόμη και πέρα από τη θέλησή τους. Ο ενοποιητικός ιστός ήταν και είναι οι λεγόμενοι Ανένταχτοι-Αριστεροί, που δεν ανήκουν σε κάποια συνιστώσα, αλλά θεωρούν εαυτούς ενταγμένους στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει και οφείλει να δώσει χώρο σε όλους αυτούς. Πρέπει και οφείλει να ανοίξει τις πόρτες του σ’ αυτό τον κόσμο, όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά. Αυτό σημαίνει να μπορούν να έχουν λόγο στις αποφάσεις. Αν αυτό δεν γίνει, τότε δεν έχουν πραγματικό λόγο και κίνητρο συμμετοχής – ούτε οι εντός, ούτε οι εκτός ΣΥΡΙΖΑ ανένταχτοι. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο δικαιούνται να έχουν λόγο και οι ενταγμένοι σε συνιστώσες σύντροφοί μας και να τον εκφράζουν σε όλα τα επίπεδα. Γιατί ο διαμεσολαβημένος από τις ηγεσίες λόγος στα κεντρικά όργανα, δεν είναι ποτέ αρκετός για την ριζοσπαστική αριστερά που θέλουμε να εκφράσουμε.

Χρειάζεται, σε τοπικό επίπεδο, ο κάθε ΣΥΡΙΖΑ να μπορεί να παίρνει τις δικές του αποφάσεις. Χρειάζεται να υπάρχουν τοπικές οργανώσεις με ουσία και περιεχόμενο. Που σημαίνει να μπορούν να παίρνουν πρωτοβουλίες για θέματα που τις αφορούν, είτε είναι εργατικά, είτε νεολαιίστικα, είτε περιβαλλοντικά, είτε τοπικά. Να μπορούν να παρεμβαίνουν και να αναπτύσσουν κινήματα στους χώρους τους – είτε τοπικά είτε κλαδικά.

Και, για να μπορέσουν να δράσουν με αυτό τον τρόπο, οι τοπικές/κλαδικές οργανώσεις πρέπει να έχουν αυτονομία. Δεν μπορεί η δυνατότητά τους να παίρνουν αποφάσεις, να καθορίζεται από το δικαίωμα του βέτο το οποίο μπορεί να έχει η κάθε μία, η οποιαδήποτε συνιστώσα. Ούτε βεβαίως μπορεί να υπάρξει αυτονομία και ουσιαστική παρέμβαση των Τοπικών Επιτροπών, με έναν ΣΥΡΙΖΑ που καθώς ο ίδιος ζει από την ελεημοσύνη των βουλευτών του, αφήνει τα κύτταρά του να φυτοζωούν χωρίς ουσιαστική οικονομική ενίσχυση, την ίδια ακριβώς στιγμή που τα χρήματα που του διατίθενται μοιράζονται αποκλειστικά μεταξύ των συνιστωσών.

ΤΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ:

Στην απόφαση της Πανελλαδικής Σύσκεψης του Μάρτη του 2008 συμπεριλαμβάνεται το εξής σημείο: «Η Γραμματεία καλείται να εξετάσει τη συγκρότηση Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής πανελλαδικής σύνθεσης στην οποία θα συμμετέχουν οι εκπρόσωποι των συνιστωσών και των ανένταχτων, αλλά θα εκπροσωπούνται και βασικές τοπικές και κλαδικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ».

Είναι λοιπόν αναγκαίο να προχωρήσουμε σε βήματα που θα ενισχύσουν τη λειτουργία, την πολιτική παρουσία και την παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ σε τοπικό και ευρύτερο πλαίσιο.

Πρώτο βήμα: ενεργοποίηση των Τοπικών Επιτροπών σε κανονική συνέλευση και ανάδειξη με ψηφοφορία, Συντονιστικής Γραμματείας 6μηνης θητείας και με εναλλαγή προσώπων, που να εκφράζει την ανάγκη και διάθεση για ξεπέρασμα των παραλυτικών ισορροπιών και των συμβιβασμών με τις πεπατημένες οδούς πολιτικής δράσης. Για τη διασφάλιση της πλουραλιστικής και χωρίς αποκλεισμούς έκφρασης συνιστωσών και ανένταχτων, μπορούν να υπάρξουν πρόνοιες ποσόστωσης (αναλογία συνιστωσών-ανένταχτων, «οροφή» ανά συνιστώσα)

Δεύτερο βήμα: ανάπτυξη ενός σχεδίου οργάνωσης της πολιτικής μας πρακτικής με τη συγκρότηση ως βασικού στοιχείου και πυρήνα των Τ.Ε., τις Θεματικές Ομάδες Εργασίας, λαμβάνοντας πρόνοια ώστε κάθε μέλος της Τ.Ε. να εντάσσεται σε μια τέτοια Ομάδα. Ένα τέτοιο σχέδιο στοχεύει στην προώθηση της ενεργού πολιτικής συμμετοχής όλων μας, στην ώσμωση πολιτικών ιδεών, αντιλήψεων και πολιτικής κουλτούρας μεταξύ μας, δίνοντας έμφαση στο να καταστούμε σημείο αναφοράς για όσους προσδοκούν τη στήριξη και συστράτευσή μας, βοηθώντας παράλληλα τη δημιουργία σταθερών δεσμών με εκείνους εξ όσων ευελπιστούμε να ενεργοποιηθούν πολιτικά δίπλα μας.

Τρίτο βήμα: έμφαση στην παρέμβαση των Τ.Ε. σε τοπικό αλλά και ευρύτερο πλαίσιο στα άμεσα και καυτά προβλήματα (ελεύθεροι χώροι και περιβάλλον, ποιότητα ζωής, δημοτικά θέματα, παιδεία, ακρίβεια, κλπ).

Τέταρτο βήμα: άμεση και σε σταθερή βάση συνεργασία των γειτονικών Τ.Ε. σε κοινές δράσεις, ώστε η παρέμβασή τους να αποκτήσει μεγαλύτερη ισχύ και να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά μέσα στην κοινωνία. Παράλληλα, ανάδειξη συντονιστικού οργάνου περιοχών, έτσι ώστε η κοινή δράση των Τ.Ε. να αποκτάει μονιμότερο χαρακτήρα και να γίνεται πιο αποτελεσματική.

Πέμπτο βήμα: επιτάχυνση των διαδικασιών κατάρτισης ενός προγραμματικού πλαισίου που να εκφράζει -κατά το δυνατόν- το σύνολο των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, και ολοκλήρωσή τους σε σύντομο
-προκαθορισμένο χρόνο- έτσι ώστε να σταθεί δυνατόν να οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία πραγματοποίησης της Προγραμματικής Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ.

Έκτο βήμα: να θεσπιστεί σημαντική οικονομική συμμετοχή (ταμείο) από την κρατική επιχορήγηση στον ΣΥΡΙΖΑ. Το κύριο ποσό πρέπει να δοθεί στον πολιτικό εκφραστή μας, που δεν είναι άλλος παρά ο ΣΥΡΙΖΑ και ο οποίος έχει άμεση ανάγκη για την κεντρική λειτουργία, τις πολιτικές καμπάνιες αλλά και τις ανάγκες λειτουργίας των τοπικών και των κλαδικών επιτροπών καθώς και για την αναγκαία συγκρότηση περιφερειακών οργάνων.

Το πιο πάνω πλαίσιο πιστεύουμε ότι αποτελεί πρόταση πάλης μέσα απ’ τις γραμμές κατ’ αρχήν του ΣΥΡΙΖΑ, για να αναπτυχθεί μια ριζοσπαστική πολιτικοποίηση και πολιτική ενεργοποίησή του κόσμου της Αριστεράς, με τρόπο που θα βοηθάει τη διαμόρφωση συνειδήσεων, τέτοιων που να προετοιμάζουν το μέλλον.

7 02 2009
vangelis konstantinou

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Σοσιαλισμός δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και Κρατισμός. Το αντίθετο μάλιστα.
Στον Σοσιαλισμό τίποτε δεν μπορεί να είναι Κρατικό παρά μόνο στα πρώτα χρόνια του εποικοδομήματος.
Η θεμελίωση του σοσιαλισμού ενίοτε ξεκινά από μεγάλες κρατικοποιήσεις των υποδομών της οικονομίας αλλά και των υποδομών του Κράτους.
Πολλοί είναι εκείνοι που είχαν μπερδέψει την κοινωνικοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των δομών της οικονομίας αλλά και της ασφάλειας του Κράτους με την Κρατική ιδιοκτησία.
Σε μια διαδικασία εκτροπής από την βασική ιδέα γεννήθηκε ο Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, που τα έκανε αχταρμά όλα.
Ο Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, πιστεύουν οι υποστηρικτές του, ότι δεν είναι τίποτε άλλο ( δεν το ομολογούν με αυτήν την κυνικότητα) παρά η …. Κοινωνικοποίηση του καπιταλισμού υπό κρατική επιτήρηση. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής παραμένουν αναλλοίωτες χωρίς να χάσουν ούτε τον ιδιοκτησιακό τους χαρακτήρα αλλά η κρατική επιτήρηση των σχέσεων αναδεικνύει τον κοινωνικό χαρακτήρα που πρέπει συν τοις άλλοις να έχει η καπιταλιστική παραγωγή.
Αυτός ο «πειραματισμός» που τον ζήσαμε την δεύτερη περίοδο του Α. Παπανδρέου αλλά και στην εκσυγχρονιστική του διάσταση την περίοδο με Πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη, είδαμε με πόση μαεστρία κατάστρεψε συθέμελα την οικονομία της Χώρας.
Σήμερα παρακολουθώ την εναγώνια προσπάθεια ορισμένων απολιθωμάτων αυτής της περιόδου, αλλά και νεοκλασάτων των Ελληνικού ιμπεριαλισμού, στους οποίους οφείλεται κατ’ αναλόγια η σημερινή κρίση, να σπεύδουν και να υπεραμύνονται την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και στην ζώνη του Ευρώ.
Να θέτουν επίπλαστα ερωτήματα και οι ίδιοι να τα απαντούν στην βάση « αν δεν είχαμε το κοινό νόμισμα τι θα κάναμε σήμερα;»
Από την άλλη μεριά το ΚΚΕ παραμένει απομονωμένο στο στερεότυπο κατά της Ευρωπαϊκή Ένωσης και με τρεμάμενη φωνή ομολογεί πως « Ναι, να φύγουμε από την Ε.Ε.».
Είναι φανερό ότι η Αριστερά δεν έχει, αλλά και φοβάται να έχει μια αντιπρόταση, μια αντί-φιλοσοφική θέση για ένα παγκόσμιο και τοπικό σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα , μιας και δεν μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί, ότι χωρίς Συγκροτημένη Κοινωνία που θα αντικαθιστούσε την κοινωνία των πολιτών και που θα υποχρέωνε το Κράτος σε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην θεσμική πλέον εξουσία της Συγκροτημένης Κοινωνίας και της εξουσίας του Κράτους, μπορούσε χωρίς να φοβάται να ψελλίζει ή και να κατασκευάζει «σκευάσματα» ελέγχου της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης, να είχε ήδη συγκροτήσει ένα τεράστιο κίνημα ανατροπών σε ολόκληρο τον πλανήτη που θα βασιζόταν πάνω σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο οικονομική και κοινωνικής ανατροπής του Καπιταλισμού.

Οι Σοσιαλδημοκράτες υπο τον Πρόεδρό τους, Γ. Παπανδρέου, υποστηρίζουν μια «Πράσινη Ανάπτυξη».
Το ερώτημα που δεν τους έχει προφανώς απασχολήσει, και αυτό το βλέπουμε στο επίπεδο του Εθνικού Κράτους, είναι το υπόβαθρο που θα στηρίξει μια τέτοια δυναμική ενδεχομένως πρόταση, οικονομικής και ίσως ( καθόλου βέβαιο) κοινωνικής ανατροπής της καθεστηκυίας Καπιταλιστικής ή Ιμπεριαλιστικής Ανάπτυξης.

Πρόσφατα, με βάση τα μέτρα αντιστάθμισης στην οικονομική κρίση και τα 28.5 δις που χρηματοδοτεί το Κράτος τις Τράπεζες, ο κ. Παπανδρέου ζήτησε αυτά τα χρήματα να τροφοδοτήσουν την πραγματικής οικονομία.
Ποια είναι όμως η πραγματική οικονομία;
Πως αρθρώνεται μέσα στο Ελληνικό οικονομικό παζλ της επιχειρηματικότητας;
Ποια είναι η βάση της και σε ποιο υπόβαθρο στηρίζεται;
Η Βιοτεχνική επιχειρηματικότητα είναι το πιο σαθρό και το εντόνως πιο αντί-ανταγωνιστικό οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, μιας οικονομίας που οι όροι ένταξή της σε μεγάλους οικονομικούς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, αποσάρθρωσαν και καταστρέψαν την μεγάλη βιομηχανική επιχειρηματικότητα αλλά και συρρίκνωσαν την παραγωγική βάση της Χώρας. Μαζί λοιπόν με την καταστροφή της Βιομηχανικής επιχειρηματικότητας καταστράφηκε και βιομηχανική παραγωγή.
Η Βιοτεχνική επιχειρηματικότητα αποτελεί στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων τον κυρίαρχο θύλακα του συστήματος όπου ασκείται άγρια εκμετάλλευση και καταπατώνται όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Με άλλα λόγια η Βιοτεχνική επιχειρηματικότητα είναι το μεγαλύτερο βαρίδι στην ανάπτυξη της οικονομίας και το μεγαλύτερο βαρίδι στις κοινωνικό-πολιτικές σχέσεις παραγωγής αλλά και το εμπόδιο στην οικονομική βάση των μισθών και των ημερομισθίων.
Στην Ελλάδα μετά Σημίτη, έμεινε ότι είναι αποκομμένο, περιθωριακό, απογυμνωμένο από Κρατική προστασία, με μια Δημόσια βαριά βιομηχανία που ξεπουλήθηκε αν δεν συρρικνώθηκε και που σήμερα, επί Καραμανλή του συνεχιστή, ξεκληρίζεται η Κρατική οικονομία ή ότι είχε απομείνει από αυτή.

Με μια οικονομία που βρίσκεται μονίμως στην εντατική, όλοι οι υποστηρικτικοί μηχανισμοί ξεπουληθήκαν ή εκχωρήθηκαν σε ξένα κεφάλαια.
Επομένως το Κράτος έχει ήδη ιδιωτικοποιηθεί και το ερώτημα είναι σε ποια πραγματική οικονομία θα στηριχθεί η χώρα για να βγει με τις λιγότερες απώλειες από την οικονομική κρίση;

Αυτή είναι η πραγματική οικονομία πάνω στην οποία θα βασιστεί το ΠΑΣΟΚ για να προωθήσει την «Πράσινη Ανάπτυξη»;
Ποια είναι όμως η πραγματική οικονομία σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ;

17 02 2009
vangelis konstantinou

ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ Ο ΜΑΓΟΣ
Εχθές, γίναμε κοινωνοί της έκθεσης Προβόπουλου.
Δεν θα σχολιάσω την έκθεση, δεν με ενδιαφέρουν οι απόψεις Προβόπουλου, ούτε καν ως έκθεση ιδεών.
Οι τεχνοκράτες, πληρώνουν με παχυλούς μισθούς τον εαυτό τους, για να μιλούν ανέξοδα για τα ζητήματα οικονομίας και πολιτικής, υπό το κράτος των ισχυρισμών τους, ότι τους ανήκει το Κράτος και η Οικονομία.
Από την άλλη, οι πολιτικοί μας, ως κατά συνθήκη πλέον, υποζύγια των οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων εξουσίας, διαβουλεύονται και νομοθετούν στην λογική της εξυπηρέτησης των συμφερόντων που υπηρετούν.
Το πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης των Κρατών δεν υφίσταται σε κρίση πολιτεύματος μόνο, αλλά κυρίως επιβαρύνεται από κρίσεις αντιπροσωπευτικότητας.
Το Πολίτευμα των Κρατών αντικατοπτρίζει στην θεωρία και πράξη το πολιτικό επιστέγασμα του ιμπεριαλιστικού Κεφαλαίου. Οι αποφάσεις του Κράτους και τα νομοθετήματα των κυβερνήσεων είναι προσανατολισμένα στην πηγή της εξουσίας τους.
Πηγή εξουσίας των Κρατών και των Κυβερνήσεων τους, είναι το Ιμπεριαλιστικό Κεφάλαιο.
Οι όποιες δράσεις ή θεσμικά προγράμματα διαχείρισης των κρίσεων όχι μόνο βασίζονται στην προστασία του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου αλλά και διαμορφώνονται κατά τρόπο που οι κρίσεις να μην επηρεάσουν τις δομές και την βάση του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου.
από την άλλη, πολιτικοί σχηματισμοί ( κόμματα) είναι κατ’ αντιστοιχία διαρθρωμένα, ώστε μεταξύ Κράτους και κοινωνίας να μην υπάρχει η δυνατότητα οι λαοί να συγκροτήσουν Κοινωνία αλλά και η απουσία της Οργανωμένης Κοινωνίας, να επικαλύπτεται από την σύνθεση και την λειτουργία των Κομμάτων.

Η οικονομική κρίση, που εμφανίσθηκε ως αποτέλεσμα μιας άναρχης κερδοσκοπικής δράσης του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου στο χρηματιστήριο αξιών ( τιμές πετρελαίου) ενώ θα περίμενε κανείς να αντιμετωπιστεί κατά την «σύλληψή» της, όλοι » χάζευαν » έκπληκτοι αλλά και «χαμογελαστοί» που το οικονομικό σύστημα το οποίο υπηρετούσαν, εμπιστεύονταν, προπαγάνδιζαν και στο θεωρητικό αλλά και στο Πολιτειακό επίπεδο, είχε δυναμικά θετικά αποτελέσματα.

Οι ίδιοι οι τεχνοκράτες που σήμερα μιλούν για τα αναγκαία μέτρα και πολιτικές εκτόνωσης της κρίσης, ήταν οι ίδιοι που χαιρέτιζαν την κρίση και προέτρεπαν σ’ αυτές τις μορφές οικονομικής δραστηριοποίησης και κατευθύνσεων τις «καθυστερημένες» ή «αναδυόμενες» οικονομίες.
Μόνο που δεν μπορούσαν να δουν την κρίση και την αναγνώριζαν ως εξαιρετικής απόδοσης της λειτουργίας του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου στις διεθνής αγορές.
Ο θεωρητικό λόγος των τεχνοκρατών και οι «πειθήνιες» προβλέψεις τους, επηρέασαν θετικά τις αποφάσεις των Κυβερνήσεων των τελευταίων δέκα Κρατών, που μεγέθυναν το εύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι προτάσεις των τεχνοκρατών ενώ οδηγούσαν σε μια μεγέθυνση τα κέρδη των χρηματιστηριακών συναλλαγών από την άλλη αποστερούσαν κεφάλαια από την πραγματική οικονομία.
Ενώ τα παραγόμενα προϊόντα στον τόπο παραγωγής τους είχαν εξευτελιστικές τιμές στα χρηματιστήρια ως τιμές εξουσίας πλέον είχαν μια εκατονταπλάσια αξία.
Αυτή η εξουσία, ως εξουσία νομίσματος πλέον στις συναλλαγές, βρίσκετε σε κρίση και οδηγεί τις οικονομίες σε ύφεση.

Σήμερα λοιπόν τις μας λένε οι τεχνοκράτες. Καινούργιες συνταγές και καινούργιες προβλέψεις για να περιορίσουν τις επιπτώσεις των επιλογών τους που δημιούργησαν αυτήν την κρίση

Αν είχαμε πραγματική κυβέρνηση και όχι αχυράνθρωπους του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, ο κύριος Προβόπουλος θα είχε πάει στο σπίτι του και θα του είχε δημευθεί η περιουσία.
Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν ένας πολιτικός οργανισμός προστασίας και αναπαραγωγής του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, η οικονομική επιτροπή υπό τον Αλμούνια θα ήταν ήδη σπίτι τους.
Όμως συζητάμε σήμερα αν θα μπει σε επιτήρηση η Χώρα ή όχι και κάθε μέτρο προσαρμογής των δημοσιονομικών και η αύξηση της ανάπτυξης θα πρέπει να τυγχάνει της παρακολουθήσεως και της εγκρίσεως του οικονομικού επιτελείου της Ε.Ε. Δηλαδή από το επιτελείο που ευθύνεται για την οικονομική κρίση.
Συζητάμε σήμερα τι ασφάλεια παρέχεται στην Χώρα μας, από την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ζώνη του ευρώ και την ΟΝΕ.

Για το μόνο που δεν συζητάμε είναι αν εμείς, ο Λαός, μπορούμε να συγκροτήσουμε την Κοινωνία – Δήμο, που θα μας παρέχει ασφάλεια. Την Κοινωνία – Δήμο, που θα έχει θεσμικό ρόλο και που θα επιβάλει στο Κράτος και τους θεσμούς του, την συνδιοίκηση και την συνδιαχείριση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων.
Δεν μπορούμε πλέον να αφήνουμε στο Κράτος την Ανάπτυξη, τα οικονομικά, τις κοινωνικές παροχές, την απασχόληση, την έρευνα, την τεχνολογία, το εμπόριο, την ασφάλεια, την άμυνα, τις εξωτερικές σχέσεις και την διπλωματία της Χώρας.
Δεν μας επιτρέπετε πλέον να ανεχόμαστε την ύπαρξη και την λειτουργία των κομμάτων με τον «νομιμοποιημένο» θεσμικό τους ρόλο, ως εκφραστές τους Κράτους και διαμεσολαβητές του Λαού με το Κράτος.

Ο ρόλος της Αριστεράς σε περιόδους κρίσης είναι σημαντικός, αλλά στις περιόδους αυτές η Αριστερά είναι κατά συνθήκη απούσα.
Έρπεται ασθμαίνουσα και επικαλείται πλήθος επιχειρημάτων για να μην πάρει το ρίσκο να ηγηθεί της διαχείρισης της κρίσης και του αποτελέσματος.

23 02 2009
vangelis konstantinou

Κριτική Σκέψη με αφορμη την Συνεντευξη του Γιαννη Παναγόπουλου.

Γιάννης Παναγόπουλος: Σας διαβεβαιώνω πως η απουσία τους ( ΠΑΜΕ, Α. Π. ) δεν έγινε καθόλου αισθητή!
Εμείς δεν είμαστε της άποψης ότι έχει καταργηθεί η πάλη των τάξεων. Κάποιοι είτε στα όνειρα τους είτε στα χαρτιά την καταργούν. Αντίπαλοι ταξικοί είναι αυτοί που εκμεταλλεύονται τη μισθωτή εργασία, που έχουν συσσωρεύσει πλούτη αλλά επ ουδενί δεν είναι αντίπαλοι μικρομεσαίοι βιοτέχνες που απασχολούν 2 και 3 εργαζόμενους, οι οποίοι βρίσκονται σε μια δραματική κατάσταση και με τους οποίους είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε λύσεις για να προστατεύσουμε την εργασία…………….

Δύο σημαντικές παρατηρήσεις:

Α) Η αντίληψη ότι μπορούμε και μόνοι μας και μπορούμε να εκπροσωπούμε ή να εκφράζουμε τους εργαζόμενους, στο μικρόκοσμό μας αποτελεί μια όαση «πλουτισμού» μέσα στην μιζέρια του πολιτικού μας λόγου και της ασφάλεια μιας δήθεν υπεροχής στην ούτως ή αλλιώς συντριπτική μειοψηφία των οργανωμένων σε συνδικάτα, εργαζομένων. Δεν παρέχει όμως την δυνατότητα ανάτασης του ρόλου του εργατικού κινήματος που έχει ανάγκη η κοινωνία των εργαζομένων, η οποία αισθάνεται απομονωμένη, ανήμπορη, εξουθενωμένη και ανυπεράσπιστη.

Οι παρατάξεις επιβεβαιώνουν τον ρόλο τους ως κομματικοί επιτετραμμένοι στην κοινωνία των εργαζομένων, σε μια κοινωνία που θα μπορούσε να ήταν το πιο οργανωμένο κύτταρο στα πλαίσια της Εθνικής Κοινωνίας.

Οι παρατάξεις, εφευρέθηκαν, υλοποιήθηκαν και εξελίχθηκαν ως μηχανισμοί αποξένωσης της προσωπικότητας των ατόμων και ως μηχανισμοί αφυδάτωσης της κοινωνικότητας της συλλογικότητας, η οποία μετατράπηκε σε «συλλογικότητες» ομόκεντρων ζόμπι μηχανιστικής σκέψης, έκφρασης, λόγου και δράσης.

Το Κράτος, που πάσχιζε πάντοτε να υποτάξει τους εργαζόμενους, τους οποίους εξακολουθεί να φοβάται ως μια εν δυνάμει ανατρεπτική δύναμη, στο «πρόσωπο» των παρατάξεων δεν θα μπορούσε να βρει τον καταλληλότερο υπερασπιστή των συμφερόντων του αλλά και τον καταλληλότερο εκπορνευτή της συνείδησης της επανάστασης που γεννιέται ως αυθεντικό παιδί της σύγκρουσης μεταξύ Κράτους – Κοινωνίας.

Η συνείδηση της επανάστασης διαπερνά πλέον τις σεχταριστικές οργανωμένες ομάδες που κινούνται αναγκαστικά ανάμεσα στο, ενάντια σε όλους και στο τίποτα.

Έτσι, η αναγκαιότητα των παρατάξεων δεν λειτουργεί μόνο ως κομματική – στρατιωτική ποδηγέτηση της σκέψης και της δράσης των συνδικάτων αλλά και ως θύλακες απόσβεσης των κοινωνικών αντιδράσεων, περιστολής των δικαιωμάτων, υποταγής της αυτονομίας, υπακοή στην εξουσία, υποστολή της ελευθερίας του λόγου, της σκέψης, της δράσης.

Οι ηγεσίες τους, «εκλεγμένες» ηγεσίες των συνδικάτων και κατά κάποιον τρόπο ηγεσίες των οργανωμένων εργατών, απηχούν τις αντιλήψεις και τις πολιτικές των κομμάτων, εκπροσωπώντας την κομματική αυθεντία στην εργατική κοινωνία υποχρεώνοντας την, στην αποδοχή του «νομιμοποιημένου» ως Θεσμικό Εταίρο του Πολιτειακού συστήματος Κυβερνητικής Εξουσίας.

Η εξουσία που περιβάλλει τις ηγεσίες, και τις καθιστά Θεσμικό Εταίρο του Πολιτειακού και Πολιτικού περιβάλλοντος εξουσίας και μεταβολισμού της κοινωνίας των ατόμων σε μάζα, σε αντιδιαστολή με την διαδικασία κοινωνικής συγκρότησης των μαζών σε οργανωμένη Κοινωνία – Δήμο, είναι μια διαρκής παρέμβαση, διάσπασης στην κάθε φορά αναπτυσσόμενη δυναμική, που ξεπηδά κυρίως κατά την διάρκεια διεκδικητικών αγώνων και που θέτει τις βάσεις για την κοινωνικοποιητική μετατροπή των μαζών (του ελεγχόμενου άλογου όχλου) σε οργανωμένη Κοινωνία – Δήμο.

Αυτός ο τύπος εξουσίας, δεν περιβάλλει απλώς τις ηγεσίες των συνδικάτων, αλλά τις «εξουσιάζει».

Διοχετεύεται σ’ αυτές ως κομματική ιεραρχιακή εξουσία, που τις καθιστά υποχρεωτικές και αναγνωρίσιμες ως τέτοιες, έτσι, ώστε η μάζες των εργατών, να μην είναι σε θέση αυτοπροσδιορισμού και ελευθερίας στην αυτό-έκφραση και στην βούληση της μέσης συνείδησης, αλλά απόλυτα εξαρτημένες από την βούληση και την «συνείδηση» της κομματικής ιεραρχικής εξουσίας των συνδικαλιστικών στελεχών.

Μια συνείδηση με διαρκή κυμάτωση κατά το που φυσάει ο άνεμος. Άλλοτε εκπροσωπεί τον Κυβερνητισμό και άλλοτε τον Αντιπολιτευτισμό, εξαρτώμενη από την κάθε φορά δυναμική θέση ως προς την Κρατική εξουσία του Κόμματος, στο οποίο είναι ενταγμένοι οι συνδικαλιστές και των συνδικαλιστών ως προς το Κόμμα και την ιεραρχική θέση που κατέχουν σ’ αυτό.

Β) Αν κανείς ήθελε να περιγράψει μονολεκτικά την βιωματική εξαθλίωση των εργαζομένων από κοινωνική, οικονομική και θέση ατομικών δικαιωμάτων, θα έλεγε » εργάζομαι σε μια Βιοτεχνία που απασχολούνται τρεις εργαζόμενοι».

Αυτό που αποτελεί κοινό αλλά και κρυφό μυστικό και που το ΠΑΜΕ πιστεύει πως ανακάλυψε τον πυρήνα της Γης για το βασικό μισθό των 1400 ευρώ, είναι πως σ’ αυτούς τους χώρους δουλειάς, συντελείται η πιο σκληρή και αδυσώπητη εκμετάλλευση και στέρηση ατομικών δικαιωμάτων, που διαπερνά ως ενοχική συνείδηση την όποια ενδεχόμενη αντίδραση ή διεκδίκηση των ίδιων των εργαζομένων στις επιχειρήσεις αυτές.

Είναι δε, το πλέον σοβαρό αντίβαρο στην ανάπτυξη της οικονομίας και στην καθήλωση των μισθών καθώς ο ανταγωνισμός και ο μη προστατευτισμός επιβουλεύεται αυτήν καθ’ εαυτή την ενεργή παρουσία του συγκεκριμένου τύπου επιχειρηματικότητας, στην διαμόρφωση του ΑΕΠ.

Κάθε μονάδα αύξησης του κόστους απασχόλησης που σε μια Βιομηχανία των 500 και πλέον εργαζομένων που ισοδυναμεί με μια σταγόνα στον Ωκεανό, γιγαντώνεται στο επίπεδο μιας Βιοτεχνίας που έχει σαν επακόλουθο την περαιτέρω εξαθλίωση των εργασιακών σχέσεων.

Ενώ λοιπόν η Βιοτεχνική παραγωγή και ως οικονομία, επιβαρύνεται τόσο ως βαρίδι στην οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, όσο όμως και ως αυτοματισμός φρεναρίσματος της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, εντούτοις στην διατήρηση των όρων υπανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας συμβαδίζει τόσο η ΓΣΕΕ όσο και ολόκληρος ο Πολιτικός Πυρήνας άσκησης εξουσίας.

Όταν μιλά η ΓΣΕΕ, δεν μιλούν οι εργαζόμενοι, παρά συντελείται μόνο μια διαδικασία επικοινωνίας του Κομματικού λόγου με τις μάζες των εργαζομένων, όπως αυτός διοχετεύεται στα κανάλια επικοινωνίας από τους εντεταλμένους στα συνδικαλιστικά όργανα, κομματικούς συνδικαλιστές.

Άλλωστε στους εργαζόμενους, στους οποίους έχει αφαιρεθεί και δια νόμου η ελευθερία βούλησης και οργάνωσης ( Νόμοι για τον εκδημοκρατισμό των συνδικαλιστικών οργανώσεων), η δυνατότητα συλλογικής έκφρασης γνώμης είναι απαγορευτική, εφ’ όσον ο αναγνωρισμένος ως Θεσμικός Διαμεσολαβητής με το Κράτος και την Κυβέρνηση εταίρος, είναι οι νομιμοποιημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Νομιμοποιημές αφού τυγχάνουν κατ’ αρχήν κομματικής αναγνωρισιμότητας

Στο μεσαίο παρελθόν, όταν υπήρξε κρίση στην Διοίκηση της ΓΣΕΕ ( 1985) η έλλειψη κομματικής αναγνωρισιμότητας επέβαλλε δικαστικά την αρχή της μειοψηφίας ως αρχή πλειοψηφίας, αφού λάμβανε υπόψη την αρχική συγκρότηση της πλειοψηφίας και όχι όπως μετεξελίχθηκε αυτή, όταν αποστασιοποιήθηκε τμήμα της από την κομματική επιτήρηση.

Σε προηγούμενο άρθρο μου, είχα γράψει για την ιδεολογία του Ιμπεριαλιστικού Κεφαλαίου. Στον πυρήνα του Ιμπεριαλιστικού Κεφαλαίου βρίσκεται η υπανάπτυξη που προωθείται ως μηχανιστικό αλλά και οικονομικοπολιτικό μέσο ελέγχου και άσκησης εξουσίας στις Εθνικές οικονομίες.

Η ολοένα μεγέθυνση της βιοτεχνικής παραγωγής σε αρμονία με την βιομηχανική υπανάπτυξη και συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής, βοηθούν αποτελεσματικά τον έλεγχο της Εθνικής οικονομίας από το Ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο και εξελίσσουν την πολυπλοκότητα της υπανάπτυξης που επιβάλλεται πλέον ως, τους γνώριμους σε όλους μας, «μονόδρομους στην οικονομία».

Σε μια χώρα, άκρως υπανάπτυκτη όπως η Ελλάδα, ή Νέα Οικονομία που θα βασίζεται πλέον σε επενδύσεις Πράσινης Ανάπτυξης, θα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά όπως κάθε Οικονομία του πρόσφατου παρελθόντος και θα λάβει χώρα με τους ίδιους όρους υπανάπτυξης και απόλυτης εξάρτησης.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως χθες μάλιστα, ο κ Χαντζηδάκης σε επαφή του με τον Αμερικανό Πρεσβευτή στην Αθήνα, κάλεσε τις Αμερικάνικες εταιρείες να επενδύσουν στην Χώρα μας στηρίζοντας την Νέα Οικονομία.

Σε λίγο καιρό θα δούμε και τον Επίσημο Κρατικό Ντίλερ, Πρωθυπουργό κ. Κώστα Καραμανλή, να περιοδεύει μετά την Ντόρα τις Αμερικάνικες Πολιτείες για να πουλήσει τον Ήλιο και τον Αέρα της Ελλάδας φέρνοντας νέες επενδύσεις στην Χώρα.

Δεν θυμάμαι να μας μένει τίποτε άλλο να πουλήσουμε, εκτός της Ακρόπολης, που ίσως έχει κάποια …… συναισθηματική αξία για τους «Συλλέκτες Πολιτισμού» και τις Καντίνες πέριξ αυτής.

9 03 2009
vangelis konstantinou

ΣΧΟΛΙΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ των ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΡΧΗΓΩΝ

Το ερώτημα μπαίνει ως εξής:

Ως χώρα, βρισκόμαστε εντός της κρίσης ή στην αρχή της ας πούμε και επομένως χρειαζόμαστε οικονομικές πολιτικές που θα μειώνουν τους κραδασμούς της κρίσης και θα την οδηγούν προς εκτόνωση χωρίς μεγάλες απώλειες, ή αναμένοντας την κρίση πρέπει να συμφωνήσουμε σε μια οικονομική πολιτική υποδοχής της κρίσης με υψηλές δυνατότες διαχείρισης και εξόδου χωρίς απώλειες;

Νομίζω πως έχουμε εντάξει στην πολυδιαφιμιζόμενη παγκόσμια κρίση, την αδιέξοδη αλλά και επικίνδυνη οικονομική πολιτική και τα αποτελέσματα αυτής, που είναι κρίση οικονομική – κοινωνική – πολιτική της ασκούμενης Κυβερνητικής στρατηγικής, της Νέας Δημοκρατίας.

Η Ελλάδα συμπεριφέρεται εναγωνίως ως επαιτούσα την ένταξη της στην Παγκόσμια κρίση ώστε να αντικαταστήσει την ανικανότητα της και να ενταχθεί στις προς βοήθεια και προστασία, χώρες.

Μόνο που το τίμημα στην περίπτωση αυτή είναι πολύ σκληρό για τους κουτόφραγκους πολιτικούς μας, που βρήκαν ευκαιρία να κάνουν μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα.

Ενώ η πτώση της κατασκευαστικής δραστηριότητας έχει ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 2008, πολύ πριν σκάσει η βόμβα της κρίσης, ως αποτέλεσμα την παλινδρομικής ακαταστασίας των οικονομικών από την Κυβερνώσα παράταξη, ενώ η βιομηχανική παραγωγή έχει συρρικνωθεί εξ’ αιτίας την Κυβερνητικής οικονομίας του Νεοφιλελευθερισμού και της υποταγής της χώρας στο «ελεύθερο» εμπόριο και την ¨ελεύθερη» αγορά, προσχηματικά σήμερα επικαλούνται όλοι, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας – αν και κάποιες αιχμές περί απληστίας, πλουτισμού και μαυραγοριστισμού θα έλεγα εγώ, άφησε να εννοηθεί στις χτεσινές του δηλώσεις- μέχρι και τον τελευταίο επιχειρηματία που πουλά την πραμάτεια του σε καροτσάκι, την διεθνή κρίση που έχει επιπτώσεις πρώτα στα εισοδήματα των εργαζομένων και στην ασφάλεια της εργασίας των και αμέσως μετά στην παραγωγή και στο εμπόριο.

Το κόλπο της κρίσης ευχαρίστησε ιδιαίτερα το εργοδοτικό κατεστημένο, ως μάνα εξ’ ουρανού, για την εκμηδένιση των εργασιακών σχέσεων και την αύξηση της παντοδυναμίας τους στα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα εξουσίας και οικονομικής διαχείρισης.

Αρωγός στο κόλπο της κρίσης και το συνδικαλιστικό κίνημα, όπου τις τελευταίες μέρες έχει πάρει ιδιαίτερες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή.

Ταυτόχρονα το μπαλάκι των εκλογών πετάχτηκε στο άπειρο και στο τυχαίο δήθεν, αφού το χρήμα που μάζευε ο Αλογοσκούφης και που προοριζόταν για εξαργύρωση συνειδήσεων το ‘φαγε το τραπεζικό θηρίο. Όμως η Κυβέρνηση γνωρίζει ότι δεν μπορεί να πάει πιο πέρα από την Άνοιξη και βιάζεται να κλείσει άρον – άρον τα γραμμάτια που έχει ανοικτά. Μετά το ξεπούλημα του ΟΤΕ, των Λιμανιών, των Εθνικών οδών, τώρα ήρθε και η σειρά της Ολυμπιακής.

Την ώρα λοιπόν που το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα των σχολών του Σικάγου, που επικράτησε ως Μπούστια οικονομική εναλλακτική στην ανάπτυξη του κεφαλαίου, ευθύνεται και για την κρίση που δημιούργησε και για την εκτόπιση των εθνικών οικονομιών, την ίδια ώρα η διαχείριση της κρίσης έχει ως απώτερο σκοπό να απενοχοποιηθεί το οικονομικό – πολιτικό σύστημα του Νεοφιλελευθερισμού και της «ελεύθερης» αγοράς.

Με αυτή την γραμμή και σε αυτή την κατεύθυνση, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, καλεί τους πολιτικούς αρχηγούς και τα κοινοβουλευτικά κόμματα σε συναίνεση και συμφωνία σε ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση που έχει εκπονηθεί από τα διεθνή κέντρα αποφάσεων, ακόμα και αν το σχέδιο αυτό θέλει την ριζική καταστροφή της Ελληνικής οικονομίας.
Μοναδικό εθνικό σχέδιο διαχείρισης και εξόδου από την κρίση, είναι αυτό της υποταγής στη επαιτεία και τις αποφάσεις προστασίας του Νεοφιλελευθερισμού που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Έτσι και αλλιώς η Εθνική Οικονομία πλέον υφίσταται ως αποπαίδι της κυρίαρχης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο παιγνίδι του εξαναγκασμού της εισχώρησης της Ελλάδας στον πυρήνα της Διεθνούς κρίσεως, πρωταγωνιστικό ρόλο ανθελληνισμού της οικονομίας και της ευημερίας τους Ελληνικού Λαού, παίζουν τόσο οι Τράπεζες όσο και ορισμένοι εκ των στελεχών της Κυβέρνησης, με πρωτοστάτη, τον Πρωθυπουργό και άμεσο συνένοχο του τον κ. Χαντζηδάκη.

Ενώ η Κυβέρνηση δωρίζει 28,5 δις στο Τραπεζικό Σύστημα, καθιστώντας το ισχυρό και αρμόδιο ληξίαρχο της βιομηχανικής και βιοτεχνικής οικονομίας, καθώς και της αυτοαπασχολούμενης και η οικονομία βυθίζεται στο χάος των επιλογών της κυβέρνησης και της επιτροπείας της Ε.Ε., την ίδια στιγμή οι υπερασπιστές του Νεοφιλελευθερισμού ξεπουλούν την Ολυμπιακή.

Σε αυτήν την πράξη εθνικής μειοδοσίας οι ένοχοι έχουν ονοματεπώνυμο. Κυβέρνηση και Αξιωματική Αντιπολίτευση.
Όσο για τα συνδικαλιστικά τους στελέχη, η δήλωση Πατέσκου, πρώην Προέδρου της ΟΣΠΑ, μιλάει από μόνη της. ¨Τα χειρότερα απετεύχθησαν»
Συνένοχοι όλοι τους στην δημιουργία ελλειμμάτων, συνένοχοι στην κατασυκοφάντηση της Ολυμπιακής, συνένοχοι και στο ξεπούλημα.

Επομένως το όχι Παπανδρέου στην πρόταση συναίνεσης και συμφωνίας των έξη σημείων του κ. Καραμανλή, εξαργυρώθηκε με την σιωπή του ΠΑΣΟΚ στην πώληση της Ολυμπιακής.

Αν λοιπόν θα ήθελε ο Ελληνικός Λαός να υπερασπιστεί τον παρόν και το μέλλον του, αν ήθελε να νιώσει ασφαλής γι’ αυτόν και τα παιδιά του, τότε του μένει ως μοναδική ευκαιρία, δηλαδή ως μονόδρομος, να φοβηθεί τόσο την Νέα Δημοκρατία όσο και το ΠΑΣΟΚ.

– Η προοπτική για την χώρα και τις κοινωνίες της, η προοπτική της Ελληνικής παραγωγής και του εμπορίου, η προοπτική της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας, αναγκαστικά περνάει μέσα από την αναντίρρητη ανάγκη το Λαός να αρχίσει να σκέπτεται.

– Περνάει μέσα από την αναντίρρητη ανάγκη, να κλείσει τα αυτιά του στις σειρήνες και τις Κασσάνδρες των δύο κομμάτων εξουσίας.

– Περνάει μέσα από την αναντίρρητη ανάγκη, να απαιτήσει εδώ και τώρα εκλογές και να δώσει την ψήφο εμπιστοσύνης του, στα δύο Αριστερά κόμματα, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ.
Η μόνη οδός διαχείρισης και εξόδου από την κρίση, είναι η οδός του προστατευτισμού της Ελληνικής Οικονομίας και προστατευτισμού της Ελληνικής Κοινωνίας.
Ένα Προστατευτισμό που δεν θα θυσιάσει την οικονομία μας και τις πλουτοπαραγωγικές μας πηγές στην ανάγκη διατήρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Νεοφιλελευθερισμού ως οικονομικό – πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης, εξουσίας και ανάπτυξης.

2 04 2009
vangelis konstantinou

ΚΡΙΣΗ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ ;

Στην εισήγηση του τμήματος εργατικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει η εξής αναφορά
« η περίοδος της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και πολύ περισσότερο η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη χειροτέρευση της θέσης του κόσμου της εργασίας…»

Ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να οδήγησε σε κρίση το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, ανταλλαγής και εμπορίου, αλλά ως επιστημονική θεώρηση της ηγεμονίας της αγοράς, δεν υφίσταται σε κρίση, ούτε σαν οικονομικό μοντέλο.
Εάν η ανάπτυξη του κεφαλαίου στις οικονομίες της Δύσης, δημιούργησε υπερσυσσώρευση κεφαλαίου με σχετικά ή μέγιστα χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού, εντούτοις η ίδια η υπερσυσσώρευση έπνιξε της οικονομίες ελλείψει οξυγόνου.
Η κρίση είναι αποτέλεσμα αδυναμίας διοχέτευσης της υπερσυσσώρευσης στις αγορές κατανάλωσης, όπως η ελληνική οικονομία, αλλά και μια κατευθυνόμενη ενέργεια που στοχεύει την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, μετά την προσάρτηση των 15 νέων χωρών και η επίτευξη δημιουργίας μιας προνομιακής αγοράς για την διοχέτευση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Δύσης, που απέκλειε τις ΗΠΑ.

Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου για να μην δημιουργεί κρίσεις, μικρές ή μεγάλες, προϋποθέτει αγορές ικανές στην απορρόφηση αυτών των κεφαλαίων.
Οι οικονομίες τέτοιων χωρών, που εξαναγκάζονται να ακολουθήσουν την εισαγόμενη ανάπτυξη αδυνατούν να παρακολουθήσουν και να προσαρμοστούν στις ανάγκες απορρόφησης του πλεονάσματος που δημιουργεί η συσσώρευση κεφαλαίων.

Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την αποδοχή της επανακοινωνικοποίησης της στρατηγικής της ανάπτυξης, μέσα από την διαδικασία ανακατεύθυνσης των επενδύσεων από επενδύσεις έντασης κεφαλαίου σε επένδυσης έντασης εργασίας. Δηλαδή ανατροπή της βάσης της Στρατηγικής της Ανάπτυξης.

Ο εκσυγχρονισμός που προηγήθηκε του Νεοφιλελευθερισμού στην χώρα μας αλλά και πριν από εμάς σε άλλες χώρες, ανέτρεψε την σχέση κεφαλαίου – παραγωγικών δυνάμεων προωθώντας ένα σημαντικό μέρος του πλεονάσματος, σε μη παραγωγικές δραστηριότητες ( επενδύσεις στο Τριτογενή τομέα και τις υπηρεσίες, κυρίως εξυπηρέτησης του χρηματοπιστωτικού) και διευκόλυνε την εκροή – μετανάστευση κεφαλαίων και την αντικατέστησε με την εισαγωγή μη αναγκαίων προϊόντων.
Η οικονομική στρατηγική της Κυβέρνησης που δεν διαφέρει εκείνης του ΠΑΣΟΚ, γιατί τα επιμέρους μοντέλα ανάπτυξης έχουν τον ίδιο προσανατολισμό, δηλαδή την αγορά επενδύσεων ξένων κεφαλαίων, κατάστρεψε σημαντικό μέρος της παλιάς ανάπτυξης που βασιζόταν στον δευτερογενή και πρωτογενή τομέα και που ασκούσε προστατευτισμό στην κοινωνική διάσταση του Κράτους.

Πολλοί είναι σήμερα εκείνοι, και κυρίως νέοι επιχειρηματίες, που υποστηρίζουν ότι η Ελληνική οικονομία πρέπει να ωθηθεί σε δυναμικές επενδύσεις παραγωγής νέων τεχνολογικών προϊόντων.
Το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ προπαγανδίζει την στρατηγικής της Πράσινης ανάπτυξης.
Ουσιαστικά ζητούν την μεταβολή της Ελληνικής οικονομίας σε αγορά υποδοχής τμήματος της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου υπό τύπον επενδύσεων προϊόντων νέας τεχνολογίας, ως αντίδοτο στην κρίση.
Ξεχνούν όμως ότι η αδυναμία των οικονομιών όπως η δικής μας να αναλάβουν μέρος του πλεονάσματος υπερσύγχρονης οικονομίας και τεχνολογιών που η συσσώρευση δημιούργησε καθώς και ο μαρασμός που αυτά τα μοντέλα προκαλούν στην εσωτερική αγορά, ευθύνονται κατά κύριο λόγο για την σημερινή κρίση.
Δεν είναι τυχαία ούτε η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, ούτε των κατασκευών, ούτε της βιοτεχνικής, ούτε των εξαγωγών.

Μια μεταβολή όμως του προσανατολισμού προμήθειας από τις εξωτερικές αγορές στην εσωτερική αγορά, θα σήμαινε ανατροφοδότηση με αλλαγή κατεύθυνσης των επενδύσεων, από τον τριτογενή προς τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα οικονομικής δραστηριότητας.
Αυτό θα είχε σαν συνέπεια την επανεπένδυση στην αγροτική παραγωγή, στην ανατροφοδότηση των βιομηχανοποιημένων προϊόντων με πρώτες ύλες εγχώριας παραγωγής, την αύξηση του κύκλου εργασιών των βιοτεχνικών μονάδων, την μείωση των εισαγόμενων προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης, την αύξηση της απασχόλησης κλπ.
Παράλληλα η αγορά πολυεθνικών πλεονασμάτων υπερσύγχρονης τεχνολογίας πρέπει να αναπτυχθεί στην βάση υποστήριξης της εσωτερικής έρευνα και ως υποβοηθητικά εργαλεία ανάπτυξης σύγχρονης, ντόπιας τεχνογνωσίας και τεχνολογίας και όχι πλήρης παραγωγικές επενδύσεις αμιγώς πολυεθνικών προϊόντων, που μπορούν να εκβιάζουν την Ελληνική οικονομία.

Από την προώθηση των παραγωγικών πόρων και του πλεονάσματος σε ξένες επενδύσεις και τον πολλαπλασιασμό του γραφειοκρατικού εμπορίου και των υπηρεσιών του τριτογενή τομές, πρέπει να προωθήσουμε την επαναστροφή των επενδύσεων από το κέντρο στην περιφέρεια. Από την «πόλη» στο εσωτερικό της χώρας.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Αν λοιπόν επιδίωξη της Αριστεράς ήταν η έξοδος από την κρίση να συνδυαστεί με μια πορεία σοσιαλιστικής μετασχηματοποίησης των κοινωνιών, και αυτό αποτελούσε άμεσο στρατηγικό στόχο, τότε μιλάμε όχι απλώς για την κοινωνικοποίηση της υπάρχουσας παραγωγής, αλλά για το ξερίζωμα των παλιών οικονομικών στρατηγικών ανάπτυξης με δημιουργία καινούργιων. Παραδείγματος χάρη, Σύμφωνο Σταθερότητας ή επανακρατικοποίηση τραπεζών που έχουν δεσπόζουσα θέση στην οικονομία, σμίκρυνση του όγκου της βιοτεχνικής οικονομίας με ενίσχυση της Βιομηχανικής κλπ.

Σε περιόδους γενικευμένης κρίσης, πρέπει να προσανατολίζεται η οικονομία στην δυναμική ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και στην χρηματοδότηση καταναλωτικών προϊόντων εσωτερικής παραγωγής και όχι αυτή η εγκληματική απόφαση Παπαθανασίου , για την μείωση των τελών ταξινόμησης, που ουσιαστικά επιβαρύνει την Ελληνική οικονομία με πρόσθετα βάρη, επιμηκύνοντας την κρίση και επιδεινώνοντας το χρέος των εμπορευματικών συναλλαγών, αφού επί της ουσίας τροφοδοτεί τις οικονομίες τρίτων χωρών με δάνεια ακριβού χρήματος τα οποία θα πληρώνει ο Ελληνικός Λαός.

Επομένως, αν ο εκσυγχρονισμός εμπόδισε την ορθολογική κατανομή των πόρων και της ανθρώπινης εργασίας, δημιουργώντας μεγάλες ταξικές περιφερειακές και κλαδικές ανισορροπίες, διευκόλυνε το πέρασμα του νεοφιλελευθερισμού χωρίς εμπόδια.
Αδικούμε την οικονομία όταν χρεώνουμε στο ΠΑΣΟΚ νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική στις προτάσεις του ή στην διαχείριση του Κράτους την περίοδο Σημίτη.
Ο εκσυγχρονισμός αποσάρθρωσε τελείως την Ελληνική οικονομία και έστρωσε το χαλί για να περάσει ανεμπόδιστα ο νεοφιλελευθερισμός.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα νεοφιλελευθερισμού είναι η ευρείας κλίμακας αποκρατικοποιήσεις.
Η ένταση αποκρατικοποιήσεων. δηλώνει ταυτόχρονα τον υπανάπτυκτο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής σε οικονομίες αντίστοιχες με την δική μας.
Ο καπιταλισμός στις αναπτυγμένες οικονομίες ποτέ δεν επενδύει τα κεφάλαιά του σε δραστηριότητες παραγωγής υπηρεσιών.
Για το λόγο αυτό και οι αποκρατικοποιήσεις πραγματοποιούνται στην βάση πολύ χαμηλών και φτηνών εσόδων για το Κράτος, δεν οδηγούν στην ανάπτυξη, αφού δεν έχει τέτοιον προσανατολισμό η Ελληνική στρατηγικής της οικονομίας, και αποδυναμώνουν ότι διαπραγματευτικά «χαρτιά» απομένουν στο Κράτος.

ΟΙ ΜΑΝΑΤΖΕΡ

Για να δούμε λοιπόν, πόσο βοήθησε η αποκρατικοποίηση των Τραπεζών την βιοτεχνική παραγωγή ή την βιομηχανική ή τις κατασκευές;
Τα αποτελέσματα από την συρρίκνωση του παραγόμενου βιομηχανοποιημένου προϊόντος και η δυσμενή μεταβολή του λόγου εισαγομένων προϊόντων προς εξαγόμενων προϊόντων, σε συνδυασμό με την διόγκωση του εξωτερικού χρέους, αποδεικνύουν την επιβράδυνση της οικονομίας και την αναποτελεσματικότητα της.
Οι μόνοι ωφελημένοι αυτού του προσανατολισμού της Ελληνικής οικονομίας είναι οι μάνατζερ.
Οι κύριοι αυτοί, με ένα απειροελάχιστο κίνδυνο θεωρούν τον εαυτόν τους και μπορούν να κορδώνονται ότι αποτελούν τους αυθεντικούς εκπρόσωπους του ιδιωτικού κεφαλαίου και μπορούν έτσι να μιλούν για την ανάπτυξη, τον ανταγωνισμό, το εμπόριο.
Οι ίδιοι αυτοί κύριοι, σε παγκόσμιο αλλά και τοπικό επίπεδο είναι εκείνοι που μας βεβαίωναν για την ηγεμονία της αγοράς και την δυνατότητα αυτορύθμισης και μόνο με την είσοδο των οικονομιών στο φάσμα της κρίσης ομολόγησαν ότι ήταν μια αυταπάτη και ότι έπεσαν έξω.
Έρχονται σήμερα και προτείνουν πάλι με το ίδιο προσωπικό κόστος που υπολογίζουν για τον εαυτό τους να μας υποδείξουν μέτρα εξόδου από την κρίση που στοχεύουν στην αποσάθρωση των κοινωνιών και των κοινωνικών – εργασιακών σχέσεων.

Εδώ τα συνδικάτα αλλά και η Αριστερά καλούνται να αναλάβουν πρωτοβουλίες
Τα συνδικάτα να αναλάβουν το κόστος ανάκτησης πολιτικού λόγου και δυναμικής παρέμβασης στην προώθηση διαφορετικού προσανατολισμού μοντέλων ανάπτυξης.
Ανάλογο χρέος έχει και η Αριστερά, γιατί το διακύβευμα δεν είναι ποιος θα Κυβερνήσει τούτον το Τόπο στις επερχόμενες εκλογές, αλλά ποια Στρατηγική Ανάπτυξης είναι εκείνη που θα ωφελήσει τον Λαό και την Ελληνική Οικονομία.

10 04 2009
vangelis konstantinou

Με αφορμή το «πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ» που κατατίθεται στην δεύτερη πανελλαδική σύσκεψη, θέλω να σας μεταβιβάσω την παρακάτω προβληματική.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Καθετί που πραγματοποιείται από την παρέμβαση του ανθρώπου ή ακόμη και της φύσης, όταν η φύση «εξοργίζεται» από την ανθρώπινη λεηλασία της, συνήθως προβάλλεται ως επώδυνο «φωτεινό» πρόσωπο, περισσότερο όμως ως αποτέλεσμα και λιγότερο ως αιτία.
Η αιτία δημιουργίας ενός αποτελέσματος εξακολουθεί να ενυπάρχει στο αποτέλεσμα και να το συνοδεύει σε κάθε εξελικτική του διάσταση.
Πριν βιαστούμε να αντιδράσουμε στο « μα το αποτέλεσμα είναι το προϊόν μιας δράσης και επομένως δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και η αιτία ή η δράση», θα πρέπει να αντιληφθούμε πως κάθε αποτέλεσμα που δημιουργείται από μια ή με τον συντονισμό και την συνύπαρξη περισσοτέρων αιτιών, ασκεί πλήθος δράσεων και δημιουργεί καινούργια δεδομένα, όπου σημαίνοντα ρόλο παίζουν οι αιτίες που τα δημιούργησαν.
Η αιτία, ο λόγος, ως υπόσταση είναι από την φύση του εξελικτικός παράγοντας και αποτελεί αλλά και εκδηλώνεται ως Πρόοδος.
Ανοίγει καινούργιους ορίζοντες, συντρίβοντας ή εξουθενώνοντας παλιές δομές.
Έτσι λοιπόν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε να εξορκιστεί, ότι η Πρόοδος είναι σύμφυτη με την ανάπτυξη του Κεφαλαίου και επομένως είναι σύμφυτη με εξέλιξη του Καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του Ιμπεριαλισμού.
Μα και οι κρίσεις είναι σύμφυτες κάθε συστήματος παραγωγής και εξουσίας, χωρίς ωστόσο να χάνουν την προοδευτική τους δυναμική ούτε και να δημιουργούν στασιμότητα. Απεναντίας δημιουργούν επιταχυνόμενη Πρόοδο και δυναμική εξαναγκασμού στην Πρόοδο.
Μέχρι σήμερα έχουμε εμπεδώσει τον Σοσιαλισμό ως μια εναλλακτική κοινωνική και οικονομική άμυνα στην εξέλιξη του Καπιταλιστικού ή Ιμπεριαλιστικού Κεφαλαίου ως προοδευτική εναλλακτική σε κάθε μορφή της καπιταλιστικής του ανάπτυξης αλλά και σε κάθε εκδοχή της Ιμπεριαλιστικής του εξουσίας.
Μέχρι σήμερα οι θεωρίες του Σοσιαλισμού και οι όποιες εκδοχές κυβερνητικού παρεμβατισμού ( εφαρμοσμένη Σοσιαλιστική οικονομία), δεν έχουν δημιουργήσει την επιθυμούμενη Πρόοδο, δηλαδή δεν έχουν δημιουργήσει κρίσεις στο Καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής ούτε έχουν δημιουργήσει Ανάπτυξη που θα επιβάρυναν μονόπλευρα τον Καπιταλισμό.
Οι ιστορικές παρακαταθήκες, ως εφαρμοσμένη Σοσιαλιστική Οικονομία, ( βλέπε Σοβιετική Ένωση) κατέληξαν μέσα από μια διαδοχή κρίσεων όχι στην πρόοδο του παγκόσμιου οικονομικού – κοινωνικού συστήματος ως ηγεμονική αντίληψη οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ούτε επηρέασαν θετικά ή αποτρεπτικά την παγκόσμια οικονομία , αλλά από την μία οδήγησαν στην διάλυση της και από την άλλη απελευθέρωσαν τις δυνάμεις της Παγκοσμιοποίησης ως ανώτερη μορφή Ιμπεριαλιστικής οικονομίας και σήμερα ως κρίση ταυτότητας της Παγκοσμιοποίησης αλλά και κρίση υπερσυσσώρευσης.
Όμως παρ’ όλα αυτά οι κρίσεις στην εφαρμοσμένη Σοσιαλιστική Οικονομία δημιούργησαν μια σημαντική Πρόοδο. Απότοκος της Προόδου αυτής είναι η ένταση του νέο- αποικιοκρατισμού ή άλλως, νεοφιλελευθερισμού όπως το έχουμε συνηθίσει.

Η Κρίση λοιπόν, έχει και την σκοτεινή της πλευρά, την πίσω πλευρά, αυτή την θετική πλευρά που ανέφερα και που φροντίζουν με μεγάλη μαεστρία αλλά και επίπονες προσπάθειες να την κρατούν στο σκότος.

Η θετική πλευρά της κρίσης είναι η αχίλλειος πτέρνα του ίδιου του συστήματος που γεννά την κρίση και που η κρίση το αναδεικνύει.
Αυτήν την θετική πλευρά οφείλει η Αριστερά να αποκαλύψει και σε αυτή οφείλουμε να επενδύσουμε το μέλλον των κοινωνιών και της οικονομίας.
Το μέλλον των κοινωνικών-εργασιακών σχέσεων και ως οικονομικές σχέσεις.
Το μέλλον των κινημάτων αλλά και της συγκρότησης των κοινωνιών σε θεσμοθετημένες κοινωνίες – Δήμους. Σε θεσμοθετημένες Κοινωνίες άμεσης άσκησης εξουσίας και άμεσης Δημοκρατίας
Στο επίπεδο αυτό χρειάζεται το νέο, που στην διάρκεια της συγκρότησής του να ξεριζώνει το παλιό.
Η νέα συγκρότηση πρέπει να υποσκελίσει τις υπάρχουσες δομές ακόμα και αυτές που εμφανίζονται ως ανάγκη θεματικής αντιπαράθεσης με τις επιλογές του Εθνικού ή Διεθνικού Κράτους . πχ κινήματα
Εναντίον του πολέμου ή υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρέπει να κινηθεί η Κοινωνία, που έχει πλέον θεσμοθετηθεί ως δύναμη οργανωμένης εξουσίας, που έχει αποσχισθεί από τα παραδοσιακά σχηματικά όρια της μάζας και πλέον αντικαθιστά στο σύνολό της την μειοψηφούσα αλλά ως πρωτοπορία, συλλογικότητα «ευαίσθητης συνείδησης».
Με άλλα λόγια η Αριστερά πρέπει να ξεπεράσει το παλαιό δόγμα της Πρωτοπορίας.
Της Πρωτοπορίας, που καθήλωσε την εξατομικευμένη δράση στο επίπεδο και στην διαιώνιση της Συλλογικότητας ως Μάζας και που την απαλλοτριώνουμε μέσα από την κοινωνικοποίηση της εξατομικευμένης δράσης του ατόμου και την εντάσσουμε στην συλλογικότητα της κοινωνικής εξουσίας, που άμεσο – δημοκρατικά εκδηλώνεται ως εξουσία της Οργανωμένης Κοινωνίας.
Η σημερινή κρίση επαναφέρει προς συζήτηση το μεγάλο ζήτημα της αντιπροσωπευτικότητας, της εκπροσώπησης και των κρίσεων που αυτές δημιουργούν.

Το άλλο ζήτημα που βάζει η κρίση είναι αυτή καθ’ αυτή η υπόσταση της εξουσίας και το πώς αυτή εκδηλώνεται ή μετέχει, ως μέσον, ως αιτία και ως αποτέλεσμα.
Αυτό που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι αν η εξουσία μπορεί να παράξει Δημοκρατία και ποια είναι η Δημοκρατία της εξουσίας.
Η εξουσία συνήθως εκδηλώνεται με μορφές απολυταρχισμού και εξαναγκασμού στον απολυταρχισμό επιμέρους κοινωνικών συλλογικοτήτων όπως λ. χ. Τάξεις, με υποταγή δικαιωμάτων, αναγκών, προσδοκιών, κατακτήσεων.
Στο επίπεδο της Εθνικής Κοινωνίας, η εξουσία εκδηλώνεται ως απαίτηση, ως προϋπόθεση λειτουργίας του Κράτους και «προστασίας» της Κοινωνίας, των θεσμών και των ελίτ που το Κράτος δημιουργεί, που μέσω των οποίων όμως το Κράτος διαφεντεύει τις επιμέρους κοινωνικές συλλογικότητες.
Πως θα διαχειριστούμε μια τέτοια εξουσία σε μια πορεία Σοσιαλιστικοποίησης των δομών της οικονομίας και της συγκρότησης των κοινωνιών ως νέα συλλογικά υποκείμενα;
Μέσα σε αυτή την διαδικασία έρευνας και εξειδίκευσης της σοσιαλιστικοποίησης των δομών είναι απόλυτης προτεραιότητας η ανίχνευση και ο προσδιορισμός της ταυτότητας της Αριστεράς.
Μια ταυτότητα που δεν είναι δεδομένη και που δεν μπορεί να συγκριθεί με το παρελθόν ούτε στις ιστορικές στιγμές του κομμουνιστικού κινήματος ή της δικτατορίας του προλεταριάτου μπορεί κανείς να ανατρέξει ώστε ή να ανακαλύψει την ταυτότητα της Αριστεράς ή να την επικυρώσει.
Μια ταυτότητα που δεν μπορεί κανείς να την αντλήσει από το μέλλον όταν δεν μπορεί να την σκιαγραφήσει στο παρόν. Γιατί είναι πέρα για πέρα λανθασμένη και ανεδαφική η θέση του κειμένου : «…. Ο σοσιαλισμός …. αντλεί την έμπνευση και το περιεχόμενο του απ’ το μέλλον».
Το παρόν έχει μια δισυπόστατη έννοια . Είναι ταυτόχρονα η απαρχή του μέλλοντος αλλά ταυτόχρονα και το μέλλον του παρελθόντος.
Εκείνο που κυριαρχεί στο παρόν είναι η συνείδηση του παρελθόντος ως μέλλον που βρίσκεται στον χωρόχρονο της πραγμάτωσής του και λιγότερο η προοπτική του μέλλοντος του.
Η ολοκλήρωσή του σε κάθε δεδομένη στιγμή πραγμάτωσης, το μέλλον γεννά την βάση του μέλλοντός του, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν εμπνέεται από αυτό.
Εμείς λοιπόν σήμερα βρισκόμαστε στο μέλλον του παρελθόντος και το αντιλαμβανόμαστε είτε ως ξεθωριασμένη εικόνα ενός κινήματος με δυσδιάκριτες φιγούρες που ο καθένας τις ερμηνεύει όπως τον βολεύει, είτε ως κακέκτυπα κάποιας ιστορικής περιόδου που προσπαθεί να μας πείσει ότι αποτελεί την φυσική συνέχεια αυτής της περιόδου, ως αποτέλεσμα στην εξελικτική του διαδικασία.
Αλλά τίποτε δεν μπορεί να μας βεβαιώσεις ότι η οραματική εξέλιξη των ανακαλύψεων και της δημιουργίας αλλά και των πρωταγωνιστών αυτής της περιόδου για τον κόσμο του μέλλοντος τους, είναι αυτό που υπάρχει σήμερα, ώστε να ισχυριζόμαστε για την διαχρονικότητα της Αριστεράς και την ιστορικής της καταγωγή ως συνέχεια μιας αέναης διαδικασίας, γιατί τότε θα απορρίπταμε την εξέλιξη και την πρόοδο.
Κάτι που σήμερα υπάρχει σε απόλυτο μέγεθος και σε απόλυτη ύλη δεν μπορεί να υπάρξει αύριο. Παρά μόνο ως μια κινηματογραφική συνέχεια με ερμηνείες ρόλων τόσων όσων και οι ερμηνευτές της.
Αλλά ως σχετικό μέγεθος στο σύνολο της η ύλη μπορεί να αναπαράγεται, όμως πάντα υπό την αίρεση, ότι η ύλη δεν λειτουργεί εντός των πλαισίων της αθανασίας της, γιατί τέτοια κατάσταση δεν υπάρχει.
Ακόμα και η κλωνοποίηση το μόνο που κάνει είναι να αναπαράγει το αντίγραφο αλλά ποτέ το πρωτότυπο.
Την ίδια εξελικτική διαδικασία ακολουθεί και κάθε ιδεολογική θέση ή στάση ή επεξεργασία ή φιλοσοφική εκδοχή αλλά και το αποτέλεσμα που γεννά αυτή η διαδικασία ακολουθεί τον ίδιο αναπαραγωγικό κύκλο της γέννησης και του θανάτου.
Η σκιά που αφήνει δεν μπορεί να συγκριθεί με το νέο δημιούργημα αλλά απλά μπορεί να προσδιορίσει κατά κάποιο τρόπο τους συγγενικούς δεσμούς αίματος.

Το τρίτο ζήτημα που μπαίνει αναγκαστικά, είναι το ζήτημα της επανακοινωνικοποίησης των στρατηγικού χαρακτήρα επιχειρήσεων , που όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα της Β’ Πανελλαδικής, είναι η επαναφορά στο δημόσιο χαρακτήρα όλων των επιχειρήσεων των πρώην ΔΕΚΟ.
Διαπιστώνω όμως πως μια απλή κοινωνικοποίηση της εκσυγχρονισμένης οικονομίας, ακόμα και αν επανέλθει το παλιό καθεστώς των ελίτ κοινωνικού και εργατικού ελέγχου, ισοδυναμεί με ένα γρήγορο εκφυλισμό της νέας στρατηγικής, με κατάληξη της επαναφοράς μιας νέο- κρατικής γραφειοκρατικοποιημένης ελιτίστικης κοινωνίας ή της κοινωνίας της συνδικαλιστικής νομενκλατούρας, αφού η βάση στήριξης της νέας στρατηγικής παραμένει αμετάβλητη και ενταγμένη στο κορπορατίστικο μοντέλο κατοχύρωσης δικαιωμάτων και εξουσιών.
Αν η έξοδος από την κρίση μπορεί να επιλέγεται από τα ριζοσπαστικά αριστερά κινήματα, μέσου της οδού του κοινωνικού μετασχηματισμού, η κοινωνικοποίηση της υπάρχουσας παραγωγής δεν είναι απλά μια διαδικασία επαναφοράς των υποδομών και των επιχειρήσεων των ΔΕΚΟ στο Δημόσιο αλλά το ξερίζωμα των δομών και των δραστηριοτήτων της καθεστωτικής οικονομίας με καινούργιες δομές που εντάσσονται αλλά και δημιουργούν καινούργιες κοινωνικό-οικονομικές σχέσεις παραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου.
Παραδείγματος χάρη, μια τέτοια διαδικασία προϋποθέτει την αντιανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που προωθούν ένα σημαντικό μέρος της συσσώρευση κεφαλαίου σε μη παραγωγικές δραστηριότητες και διευκολύνουν τις εκροές κεφαλαίων από την μια, ανακατευθύνουν της παραγωγή προϊόντων της τροφικής αλυσίδας σε υποστηρικτικές φυτικές ύλες στην παραγωγή «οικολογικής» ενέργειας και από την άλλη δημιουργούν εσωτερική αστάθεια με την εισαγωγή μη αναγκαίων προϊόντων.

Ένα τέταρτο ζήτημα είναι η αντιμετώπιση της νεοσύστατης κατώτερης τάξης, που δεν περιορίζεται πλέον στους εξαθλιωμένους μετανάστες αλλά και στην απελευθερωμένη κοινότητα των εργαζομένων που εξ αιτίας πολιτικών είτε του νέο-αποικιακού μοντέλου ( νεοφιλελευθερισμός) είτε του εκσυγχρονισμού, εκτοπίσθηκαν από την ιδιότητα του εργάτη ή του αγρότη.
Η πιθανότητα της μόνιμης εργασίας ή της απόκτησης ενός κεφαλαίου που στην μια περίπτωση θα τους επανεντάξει στην παραγωγή ή στην άλλη θα τους εντάξει στην επιχειρηματικότητα, διαμορφώνουν άλλου τύπου συνείδηση, μιας κατώτερης τάξης που στην καλλίτερη περίπτωση αποκτά μια μόνιμη πελατειακή σχέση με την εργασία και τους «μόνιμα» απασχολούμενους εργαζόμενους.
Η νέα συνείδηση διακατέχεται από νέο – συντηρητικά ή αντιδραστικά πολιτικά στοιχεία και η μακρόχρονη παραμονή τους στην κατώτερη τάξη όπως διαμορφώθηκε , οδηγούν αυτό το εξαθλιωμένο κομμάτι εργαζομένων στην βίαιη και εκδικητική στάση ζωής απέναντι σε καθετί που δημιουργεί πλούτο ή ασφάλεια.
Διαμορφώνεται έτσι μια καινούργια ταξική νεοσυντηρητική κοινωνία με διαφορετικούς δεσμούς, διαφορετικό τρόπο ζωής και διαφορετική κοινωνική καταγωγή.
Για να μετασχηματιστούν τα εξαθλιωμένα στοιχεία πρέπει να επανασχηματιστεί η ίδια η κοινωνία και να επαναπροσδιοριστούν τα μέσα καταναλωτισμού των ανώτερων τάξεων ώστε να περιοριστεί το χάσμα ανώτερων και κατώτερων τάξεων .

Επομένως είναι απαραίτητο να ξεδιαλύνουμε πολλά ζητήματα πριν καταλήξουμε σε ένα πρόγραμμα, ζητήματα όμως που θα επανατοποθετούν, θα επανακαθορίζουν, θα αμβλύνουν αντιθέσεις και σε άλλες περιπτώσεις θα εκτοπίζουν προβλήματα ώστε οι διαφορετικοί κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί που είναι αναγκαίοι και οι διαφορετικές δομές εξουσίας, που την αναγκαιότητα τους την αναγνωρίζουμε, να μπορέσουν να δημιουργηθούν έτσι ώστε οι στόχοι και τα προγράμματα που τείνουν να διαμορφώσουν ένα ασφαλές σύνολο σε μια πορεία σοσιαλιστικοποίησης ως αξιακή υπόσταση του ΣΥΡΙΖΑ , να αποτελέσουν εργαλεία πάλης και δημιουργίας.

Συντροφικά
Κωνσταντίνου Βαγγέλης
Ανένταχτος Αριστερός

19 05 2009
vangelis konstantinou

Ο «ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ» του ΠΑΣΟΚ κόντρα στην ΑΡΙΣΤΕΡΑ

. ΤΟ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΏΝ

Αν όντας το ΠΑΣΟΚ ήταν ενταγμένο στον χώρο του Σοσιαλισμού και όχι στην Κοινωνική Δεξιά που εκπροσωπεί η Σοσιαλδημοκρατία, θα είχε αντιληφθεί, ότι σε μια Εθνική Κοινωνία, υπάρχουν ένα σύνολο ταξικών κοινωνιών, που θα έπρεπε αναλογικά της δύναμής τους να εκπροσωπούνται στο Ευρωκοινοβούλιο.

Ποιοι λοιπόν θα εκπροσωπήσουν και θα διαπραγματευτούν για τους Αγρότες, για τους Εργαζόμενους μισθωτούς, για τους αυτοαπασχολούμενους, για τους βιοτέχνες;
Οι καθηγητάδες των Πανεπιστημίων ή οι εκπρόσωποι της Αστικής Τάξης;

Γιατί η Σαλουφάκου δεν είναι σε εκλόγιμη Θέση;
Αλλά και η Ματσούκα, τι εκπροσώπησε στο Ευρωκοινοβούλιο; Τους εργαζόμενους από τους οποίους προερχόταν ή τους εργαζόμενους και τον ρόλο τους σύμφωνα με τις αντιλήψεις που έχει το ΠΑΣΟΚ για τους εργαζόμενους και τον ρόλο που τους επιτρέπεται;

Το κατεστημένο και οι αντιλήψεις για το Κράτος και την εξουσία στα Αστικά Κοινοβουλευτικά συστήματα αναπαράγονται και κλωνοποιούνται σε κάθε δεδομένη ευκαιρία ή «ζήτηση».
Ακόμα και ένα συνδικαλιστικό στέλεχος που δεν θα προερχόταν από τον «χώρο» του Διευθυντικού στελεχιακού δυναμικού μιας ΔΕΚΟ, αλλά από ένα εργοστάσιο ή ένα ορυχείο, θα έπρεπε να είχε «σμιλευτεί» κατάλληλα για να εκπροσωπούσε τις κομματικές αντιλήψεις που ως κυρίαρχες επιβουλεύονται τις κοινωνίες και επικαιροποιούνται τόσο από τα «προγράμματα» όσο και από τις αντιλήψεις και την πολιτική- ιδεολογική συγκρότηση και στόχευση του αρχηγού του κόμματος.

Θα εκπροσωπούσε και θα λειτουργούσε δέσμιος της κομματικής του ταυτότητας και τα συμφέροντα της Τάξης του όπως τα αντιλαμβάνεται το κόμμα του και θα εξυπηρετούσε τις πολιτικές συμφωνίες και συμβιβασμούς του κόμματός του.

Σε μια περίοδο εσωτερική και διεθνούς κρίσης, μιας κρίσης απότοκο της Πολιτική κρίσης της τελευταίας εικοσαετίας, όπου τα πάντα αναθεωρούνται και οι Κυβερνήσεις πειραματίζονται πάνω σε παλιά αλλά και νέα μονοπάτια, ο στόχος των κοινωνιών που τα συμφέροντά τους αλληλο-εξαρτιόνται ή τέμνονται, είναι να καταστήσουν δική τους υπόθεση την έξοδο από την οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, τόσο σε διεθνές όσο και σε τοπικό επίπεδο.

Θα περίμενα από τον Πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, να είχε μεγαλύτερη αυτογνωσία της πραγματικότητας, καθώς και αν πίστευε ότι ήταν ολέθριο λάθος της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας η υιοθέτηση του Εκσυγχρονισμού και του Νεοφιλελευθερισμού, να είχε το θάρρος έμπρακτα να το ομολογήσει.

Θα περίμενα για τον ίδιο, πως μια στροφή, μια επαναδιατύπωση της Σοσιαλιστικής θεωρίας πάνω στην οποία βασίζεται η παγκόσμια Σοσιαλδημοκρατία, δεν θα άφηνε στο Αστικό Κράτος τα σκήπτρα της ηγεμονίας του, ούτε θα αποτελούσε την βάση σκέψης όταν κατάρτιζε το Ευρωψηφοδέλτιο του κόμματός του.

Φαίνεται όμως πως ότι έχει παγιωθεί ως συνείδηση αναπαράγεται ως κυριαρχούσα αντίληψη και πολιτική σκέψη καθώς πλέον η ευκολία της «προσαρμογής» δεν δημιουργεί ούτε συνειδησιακά προβλήματα ούτε ανάγκη στοχασμών.

21 05 2009
vangelis konstantinou

Η ΒΟΥΛΗ ΕΚΛΕΙΣΕ, ΖΗΤΩ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Μπορεί να έκλεισε αιφνιδιαστικά η Βουλή έκλεισαν όμως και τα …. τραύματα μιας παρατεταμένης περιόδου κρίσης ηθικής και αντινομιών που το κοινοβουλευτικό σύστημα της Δημοκρατίας της Εξουσίας και των συμφερόντων, παράγει στην καθημερινότητα του.

Ωφελημένοι από την πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού να τερματιστούν οι εργασίες του Κοινοβουλίου, έστω και με τον άγαρμπο τρόπο που έγινε και που δηλώνει προφανώς πανικό από την συνεχιζόμενη ροή σκανδάλων των στελεχών του κόμματός του, ήταν τόσο η Κυβερνητική Παράταξη, όσο και το ΠΑΣΟΚ, που ενώ επένδυε πάνω στην αποκάλυψη των σκανδάλων έπαιζε μόνο στο γήπεδο από την παραγραφή των αδικημάτων των δικών του υπουργών, αλλά αυτό άρχιζε να του δημιουργεί κόστος.

Το κόστος για το ΠΑΣΟΚ ήταν η περίοδος Σημίτη και τα σκάνδαλα των δικών του Υπουργών, που παρά την παραγραφή, επισκίαζαν την επιθετικότητα του Παπανδρέου εναντίον της ¨διαφθοράς» του Αντιπάλου του.

Οι συγκρίσεις και η αλληλοκατηγορίες περί συμψηφισμού επανέφεραν στο προσκήνιο τις ευθύνες στην οικονομική διαχείριση και την διαφθορά στελεχών της Κυβέρνησης Σημίτη αλλά και την εμπέδωση κλίματος αναξιοπιστίας τόσο για τον Καραμανλή όσο και για τον Παπανδρέου.

Τα κέρδη περιορίζονταν και η παγιωμένη διαφορά πλέον λειτουργούσε ως συγκοινωνούντα δοχεία με την Νέα Δημοκρατία.

Όσο έχανε το κόμμα της Κυβερνώσας παράταξης αντίστοιχα έχανε και το ΠΑΣΟΚ.
Η διαφορά μεταξύ τους δεν έδινε την δυνατότητα της απογείωσης του ΠΑΣΟΚ αφού τα «βαρίδια» που βύθιζαν την Νέα Δημοκρατία, τα ίδια κρατούσαν σε «χαμηλή πτήση» και το ΠΑΣΟΚ.

Ενώ το ΠΑΣΟΚ είχε φτάσει σε ψηλά ποσοστά συσπείρωσης των οπαδών του από την άλλη η Νέα Δημοκρατία ακόμα ψάχνει να βρει τρόπους να ξεπεράσει τα εμπόδια.

Μια ενδεχόμενη, αλλά καθώς φαίνεται πιο σίγουρη από ποτέ, μεγάλη αποχή από τις ευρωεκλογές, ίσως να είναι το σωτήριο για την Κυβερνώσα Παράταξη που θα επιφέρει σμίκρυνση της διαφοράς της από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο θα επιθυμούσε μια διαφορά τέτοια που να καθορίσει αποτελεσματικά την εξ’ αναγκαιότητας, πρόωρη προσφυγή στις κάλπες των Βουλευτικών εκλογών.

Όμως το πρόωρο κλείσιμο της Βουλής, βοήθησε και το ΠΑΣΟΚ αφού πλέον το παιγνίδι του «Βρώμικου» χρήματος και της διαπλοκή παίζεται στο επίπεδο των καναλαρχών και των Εφημερίδων.

Η βεβαιότητα ότι η Νέα Δημοκρατία θα χάσει τις Ευρωεκλογές αλλά και τις Βουλευτικές εκλογές, καθώς και η συνταξιοδότηση του κ. Σανιδά, «απελευθερώνει» όσους έχουν την ευθύνη της δημοσιοποίησης των σκανδάλων με την υπόδειξη συγκεκριμένων Πολιτικών παραγόντων της Κυβέρνησης Καραμανλή.

Αλλά το ερώτημα που εκ των πραγμάτων μπαίνει μετά από μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής κρίσης και αναξιοπιστίας του Κοινοβουλευτισμού, είναι, τι θα ήταν πιο προοδευτικό και σύγχρονο;
Ένα σύστημα Κυβερνητικής Διαχείρισης του Κράτους από ένα κόμμα με ένα σχήμα στελεχών – υπουργών, που εκλέγεται ως κόμμα χωρίς πλέον βουλευτές και τα κόμματα της αντιπολίτευσης στο επίπεδο μιας «κοινοβουλευτικής κοινωνίας» θα ασκούσαν τις πολιτικές τους ως αντίβαρο στις κυβερνητικές επιλογές και αποφάσεις ή η συνέχιση αυτής της ίδιας κατάστασης που ζούμε σήμερα;

Σε ένα τέτοιο σύστημα Κοινοβουλευτικής Κοινωνίας, αξία θα είχε το νομοθετικό έργο ενός θεσμοθετημένου οργάνου εκατό πολιτών που θα εκλέγονταν για τον λόγο αυτό και το Κοινοβουλευτικό Ειδικό Σώμα των πολιτών που η συγκρότησή του θα ήταν διάφορη από την εκλογή των κομμάτων ή του Νομοθετικού Σώματος.

Σε ένα τέτοιο σύστημα , η κοινωνία συγκροτείται με θεσμικό κοινοβουλευτικό ρόλο στο επίπεδο της Πόλης, του Νομού και της Περιφέρειας, μέσα από μια διαδικασία τυχαίας συγκρότησης, πχ με την κλήρωση ενός αριθμού από τους εκλογικούς καταλόγους της Πόλης, του Νομού, της Περιφέρειας.

Έχει παρέλθει πλέον η αξιοπιστία και η αναγκαιότητα του Κρατικού Κοινοβουλευτισμού και πρέπει να αντικατασταθεί από το Νέο, που είναι ο Κοινωνικός Κοινοβουλευτισμός.
Η κοινωνία ως θεσμικός αντίποδας του Κράτους.
Η κοινωνία ως θεσμικός ελεγκτής της Κυβέρνησης και των Κομμάτων.
Η κοινωνία ως θεσμικός εντολέας και επιτηρητής της νομιμότητας

Σήμερα η Βουλή έχει μετατραπεί σε μια βιομηχανία παραγωγής Νόμων, που κανείς δεν εφαρμόζει και κανείς δεν έχει υποχρέωση να ελέγξει την εφαρμογή τους. Οι Νόμοι ψηφίζονται για να διευκολύνουν συγκεκριμένα συμφέροντα δυναστεύοντας παράλληλα τον Λαό, που του επιβάλλονται χαράτσια πληρωμής των διευκολύνσεων προς τα συμφέροντα.

Το σύστημα διακυβέρνησης διακατέχεται από έντονη φασιστική νοοτροπία καθώς και από μια βερμπαλιστική αξίωση της εξουσίας της Κυβέρνησης και των κομμάτων προς τους υποτελείς, με το…. σκάσε και σκάψε και στις επόμενες εκλογές έχει το δικαίωμα να με κρίνεις.

Μια Δημοκρατία, που το δικαίωμα συμμετοχής του Λαού στην άσκηση εξουσίας διαρκεί ενάμιση λεπτό κάθε τέσσερα χρόνια !!!
Μια Δημοκρατία, που το δικαίωμα διαβούλευσης του Λαού με το Κράτος και τα θεσμικά του όργανα, βρίσκεται στην σφαίρα της φαντασίας, σε όσους το επικαλούνται.
Μια Δημοκρατία, στην οποία ο Λαός δεν έχει γνώση, δεν γνωρίζει και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποφασίζει για το παρόν και το μέλλον του.
Μια Δημοκρατία, που αλίμονο αν τα κόμματα και οι Κυβερνήσεις έκαναν ότι έλεγε ο Λαός.
Μια Δημοκρατία, που ο Πρόεδρος της είναι ένα φυτό σε μια περισπούδαστη γλάστρα φυτεμένο, που όλοι τον σέβονται, όλοι τον ακούν με προσοχή αλλά όλοι τον έχουν απαξιωμένο.

Σε μια τέτοιας προτεινόμενης αναμόρφωση και αναδιατύπωση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και του Πολιτεύματος, ποια Αριστερά και ποιο προοδευτικό κόμμα θα μπορούσε να αναλάβει την ρήξη με το κατεστημένο σύστημα που εξουσιάζει το Κράτος και τις Κοινωνίες;

Ποιο Κόμμα ή Κοινωνική Οργάνωση είναι αυτή που θα ήθελε την περιστολή των εξουσιών της και θα πρότεινε την θεσμική οργάνωση της Κοινωνίας ως Πολιτικός θεσμός άσκησης εξουσίας;
Ποιος Βουλευτής ή Υπουργός θα επιθυμούσε να απολογούταν στην Τοπική Κοινωνία που το εξέλεξε με θεσμικό τρόπο και να παρείχε το δικαίωμα έκπτωσης του από το αξίωμα του, αν οι Τοπική Κοινωνία έκρινε αρνητικά την προσφορά του και την λειτουργία του;

Ένα σύστημα Αντιπροσωπευτικού Κοινοβουλευτισμού δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την εκλογή Βουλευτών – Αντιπροσώπων, αλλά προϋποθέτει μια θεσμικά οργανωμένη κοινωνία με πλήρη εξουσία άσκησης δικαιωμάτων, εποπτείας και ελέγχων.

Ποιο κόμμα θα συμφωνούσε αντί της εκλογής των βουλευτών και την διαμόρφωση πλειοψηφίας στην Βουλή, θα προτιμούσε μόνο την εκλογή του κόμματος εκείνου που θα ασκούσε Κυβερνητική θητεία;

Όταν έχεις θεσμικά κατοχυρωμένη την Οργάνωση της Εθνικής Κοινωνίας μέσα από την κατοχύρωση της οργάνωσης των επιμέρους κοινωνιών που την συνθέτουν και μέσα από ένα αδιάβλητο σύστημα επιλογής των αντιπροσώπων, τότε ο Λαός αισθάνεται ισχυρός και ήσυχος.

Χρειαζόμαστε Αντιπρόσωπους των κοινωνιών μας και όχι εντολοδόχους Κομμάτων με την προβιά του εκ του Λαού, Αντιπροσώπου – Βουλευτή.

Πότε είχε ή θα αποκτήσει το δικαίωμα ο Λαός να επιβάλει την έκπτωση του Κυβερνώντος Κόμματος όταν ο προεκλογικός λόγος και οι δεσμεύσεις του Πλειοψηφούντος Κόμματος δεν ταυτίζονται με της Προγραμματικές δεσμεύσεις του, όταν ζητά ψήφο εμπιστοσύνης για σχηματισμό Κυβέρνησης;

Ποιο Κόμμα θα συμφωνούσε στην θεσμοθέτηση της παροχής εμπιστοσύνης στο πλειοψηφούν κόμμα, με την επικύρωση των προγραμματικών του δεσμεύσεων από ένα Δημοψήφισμα αφού σχημάτιζε Κυβέρνηση;
Αν δηλαδή με την ψήφο εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου, αυτομάτως να ξεκινούσε και η δημοψηφισματική διαδικασία.
Γιατί όταν ο Λαός εκλέγει το κόμμα που θα κυβερνήσει, ο Λαός πρέπει να επικυρώνει και τις προγραμματικές δεσμεύσεις του ως Κυβέρνηση.
Εκτός αν ο λαός είναι ανώριμος, αλλά τότε πως βασίζεται ένα κόμμα στην εγκυρότητα της κρίσης του Λαού για την εκλογή του σε Κυβερνώσα Παράταξη;

Η παραπάνω πρόταση νομίζω ότι βγάζει το Πολιτικό Σύστημα από τα αδιέξοδά του και τις κρίσεις του, αλλά ταυτόχρονα αναβαθμίζει τον ρόλο των κοινωνιών αφού εξαλείφει τις ανισότητες εξουσιών μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας.

Αλλά είναι μια πρόταση που κανένα Κόμμα ή Κοινωνική οργάνωση δεν θα βρει σύμφωνο.

Η εξουσία πάνω στις Μάζες είναι το κέρδος της υπεροχής του ατόμου απέναντι στην Μάζα που το γέννησε και επομένως αποτελεί λάφυρο κατάκτησης ενός διαρκούς πολέμου μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου.

22 05 2009
vangelis konstantinou

Παρασκευή, 22 Μάϊος 2009
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ
Σε ότι αφορά την Χώρα, όταν η Ρόζα μιλούσε για το » Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» δεν εννοούσε ΚΚΕ ή Βαρβαρότητα, ΠΑΣΟΚ ή Βαρβαρότητα, ΣΥΡΙΖΑ ή Βαρβαρότητα.

Δεν εννοούσε Κόμματα που αναφέρονται στην Αριστερά ως πηγή του καλού και Κόμματα που αναφέρονται στην Δεξιά, ως πηγή του κακού.

Αν επανέρχεται σήμερα το ζήτημα αυτό ως προεκλογικός λόγος σε ένα ακροατήριο που δεν γνωρίζει στοιχειωδώς βασικές αρχές της φιλοσοφίας, επανέρχεται χλευάζοντας και τον Σοσιαλισμό ως φιλοσοφία αλλά και τον Λαό ως οντότητα, της οποίας έχουν αφαιρεθεί τα σημαντικά δυναμικά της στοιχεία που την καθορίζουν ως προοδευτική, ανατρεπτική και δημιουργική δύναμη.

Η απόγνωση των κοινωνιών από την παγκόσμια τάξη πραγμάτων που αντιπροσωπεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, οι ΗΠΑ και οι δορυφόροι της, οφείλεται στην βαρβαρότητα με την οποία αντιλαμβάνεται η παγκόσμια Αριστερά τα πράγματα και από τον τρόπο και την «προσαρμογή» της στις διάφορες σύγχρονες σχολές σκέψης, που δημιουργούν ένα ασφυκτικό και αποπνικτικό κλοιό στραγγαλισμού των κινημάτων και των αιτούμενων επαναστάσεων.

Αυτή η Αριστερά, που κυριαρχεί στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, είναι η «Αριστερά» της Διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας.
Μια Σοσιαλδημοκρατία που καλλιέργησε το έδαφος ώστε η παλιά Χριστιανοδημοκρατική Δεξιά να εγκλιματιστεί ως την μοναδική δύναμη «ανάπτυξης» της Υπανάπτυξης των Λαών και των Κινημάτων.
Η παλαιά Σοσιαλδημοκρατία που κυριαρχούσε στην τότε ΕΟΚ, το΄μόνο που κατάφερε ήταν να οργώσει το έδαφος και να σπείρει τους νεοτεκτονικού σπόρους για μια τάξη πραγμάτων που θα κυριαρχούσε το ληστρικό κεφάλαιο των πολυεθνικών και θα εκτόπιζε τα ντόπια εθνικά κεφάλαια, που ισχυροποιούσε την Ένωση των Κεφαλαίων ως οικονομική υπερτατη δύναμη, αλυσοδένοντας τους Λαούς της Ευρώπης με πιο χοντρές αλυσίδες.

Το «σύνθημα» Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, για την Σοσιαλδημοκρατία, έχει μεταλλαχτεί σε Δικαιωμα στην Βαρβαρότητα για μας και Ενοχική Βαρβαρότητα για τους άλλους.

Προφανώς ο Παπανδρέου, ως Πρόεδρος της κατ’ επίφαση Σοσιαλιστικής Διεθνούς, μιλώντας για το » Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» αυτο ακριβώς εννοούσε. Δικαίωμα στην Βαρβαρότητα για την Σοσιαλδημοκρατία και Ενοχική Βαρβαρότητα για την Διεθνή Δεξιά.

1 06 2009
vangelis konstantinou

ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΗ ΒΙΑΣΥΝΗ !!!
Στις αρχές του ’80, είχα αρχίσει να φλερτάρω με τον οργανωμένο χώρο του ΠΑΣΟΚ, στην Θήβα, από όπου κατάγομαι, μετά από μια περίοδο μοναχικής απομάκρυνσής μου από την πολιτική δράση και μετά από μια περίοδο ιδεολογικών – πολιτικών αναζητήσεων.
Είχαν από τα νεανικά – μαθητικά μου χρόνια την τύχη, να συναντηθώ και να ενεργοποιηθώ πολιτικά, με ανθρώπους, σπουδαίους ανθρώπους, αγωνιστές της Αριστεράς, βασανισμένους, προβληματισμένους για το παρών που η Χούντα επικυριαρχούσε σε αυτό, αλλά και για το μέλλον του αντιφασιστικού – απελευθερωτικού αγώνα, καθώς και για το χρόνο μετά το επιθυμητό τέλος αυτού του αγώνα.
Είχα κάνει πολύωρες συζητήσεις για το πόσο ανέτοιμη ήταν η Κοινωνία μας να διαχειριστεί την μετά την Χούντα εποχή.
Κατά το πως άρμοζε σε έναν νέο, που ζούσε μέσα σε μια ριζοσπαστική επαναστατικότητα και του ατίθασου χαραχτήρα του, η συμμετοχή μου σε δραστηριότητες κατά της Χούντας για μένα την εποχή εκείνη ήταν σημαντική. Η δράση μου αυτή με είχε δεσμεύσει σε μια στάση ζωής και σε ένα τρόπο σκέψης που μετά την πτώση της Χούντας, όπου τα πράγματα αποκτούσαν πλέον ένα πανηγυρικό αέρα ελευθερίας, με είχαν αποκαρδιώσει, γιατί για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού μας πήγαν.
Το ίδιο παρακράτος που είχε δημιουργήσει την Χούντα, το ίδιο παρακράτος εγγυόταν την Δημοκρατία και την ελευθερία του Λαού.

Στις αρχές του ’80, συναντήθηκα με παλιούς φίλους, επιστρέφοντας ως πολίτης πλέον μετά το στρατιωτικό και την Πρωτεύουσα και μέσα σε μια επαναδραστηριοποίηση μου και μέσα σε ένα χώρο, όπου η πάλη ιδεών δεν είχε αγκυλωμένες αφετηρίες σκέψης και αφορισμούς, με ένα όραμα που ήταν πολύ κοντά στην ιδιοσυγκρασία και τις αντοχές ( Πολιτικές – ιδεολογικές) του Λαού, ενός Λαού, που πάνω από όποια πολιτική΄του ένταξη ή κομματική περιχαράκωση, ο εθνικισμός του ήταν έντονος.

Ο χώρος του ΠΑΣΟΚ, ήταν ένας αχταρμάς πολιτικών σχηματοποιημένων και εν πολλοίς αντιτιθέμενων συμφερόντων, από υπερσυντηρητικούς Κεντρώους έως και σεχταριστικούς Τροτσκιστές, παλιούς ΕΚΚΕντζίδες, νεο-Αριστερούς, οπορτουνιστές, αριβίστες και κάθε ιδιοτελές συναπάντημα.

Ήταν ένα σύνολο αντιπροσωπευτικότητας της Ελληνικής Κοινωνίας, που έψαχνε να βρει το καινούργιο, εκείνο που θα το έβγαζε από την αφάνεια, την μουγγαμάρα, το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, αλλά και μια αιτούμενη πολιτική – ιδεολογική πλατφόρμα που είχε ανάγκη η Αριστερά, σε μια πορεία μόνιμης και σταθερής σχέσης με την Λαϊκή Κυβερνητική Εξουσία.

Η προοδευτικότητα του χώρου καθώς και οι συνεχείς αναδιπλώσεις, όσο τα πράγματα όδευαν σε μια τελική επικράτηση της Σοσιαλιστικής Αριστεράς στην «μάχη» με την Δεξιά για την Κυβερνητική συνέχεια του Κράτους και την Αλλαγή, από την μια με έκαναν διστακτικό στην ένταξή μου στο οργανωμένο ΠΑΣΟΚ, όταν πολλοί από τους παλιούς μου συντρόφους είχαν διαγραφεί, αλλά και από την άλλη με προκαλούσε η οραματική σχέση με το ιδεατό του οργανωμένου κόσμου των τοπικών οργανώσεων, που δεν μπορούσαν να δουν τι τους επιφύλασσε η μοίρα.
Η μοίρα είχε ονοματεπώνυμο. Λεγόταν Ανδρέας Παπανδρέου.

Το πως βοήθησε το ΠΑΣΟΚ, στην αντι-επαναστατικότητα και την επανα-συντηρητικοποίηση του Λαού, είναι ζήτημα που θέλει ειδική κουβέντα. Όμως αυτό είναι γεγονός.
Στην πορεία αυτή, ΄μια πορεία όπου παρατηρείς την πολυτάλαντη και αριστοτεχνική παραχάραξη την ιστορική αλήθειας του Μαρξισμού και της ανάμιξης παραφρασμένων αξιών με την διαπλοκή εξουσιαστικών συμφερόντων που υπότασσαν το κίνημα σε μια στρατηγική εξοβελισμού του από τα τεκταινόμενα και τα μελλούμενα, στην πορεία αυτή όπου δοκιμάστηκαν οι αντοχές και η συνειδητοποίηση του Είναι της Αριστεράς και των αγώνων των συντελεστών της, στην πορεία αυτή το ΠΑΣΟΚ επέφερε συντριπτική ήττα.

Η παλιά Αριστερά, ενώ θα περίμενε κανείς να βρει το κουράγιο αλλά και την ευφυΐα της εξ αριστερών θετικής «πλαγιοκόπησης» του ΠΑΣΟΚ, ώστε να υποστηριχτεί δημιουργώντας το ανάχωμα από την μια αλλά και το παρεμποδιστή προς την δεξιά του εκτροπή , τον εκφυλισμό του από την συνεχή ερωτοτροπία του με την Κυβερνητική εξουσία, από την άλλη, έκανε ότι μπορούσε στην απομόνωσή της, και την καλλιέργεια του «εχθρού» της Αλλαγής και επομένως τον «σύμμαχο» της Δεξιάς.
Άλλωστε, η επισφράγιση του ρόλου και της κοντόφθαλμης πολιτικής της παλιάς Αριστεράς, βρίσκει τον εαυτό της, στις μέρες του ’89.

Το ίδιο ακριβώς παρατηρώ σήμερα να συμβαίνει στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Τόσο οι σεχταριστικές του συνιστώσες όσο και ευρύτερα στρώματα της Αριστεράς, το ΚΚΕ αλλά και της «σκεπτόμενης» Σοσιαλδημοκρατίας που βρίσκεται μέσα στο ΠΑΣΟΚ, παρεμποδίζουν, συκοφαντούν και καταστροφολογούν μια επανα-δημιουργία και μια επανα-συγκρότηση των δυνάμεων που συνθέτουν την σύγχρονη Αριστερά, ( Σοσιαλιστές, Σοσιαλδημοκράτες, Κομμουνιστές, Ανανεωτικούς), μια σύγχρονη Αριστερά που θα μπορούσε να ξαναδημιουργήσει το Λαϊκό κίνημα, να έβρισκε το κουράγιο και την συνεκτική δύναμη μιας νέας Αλλαγής, μιας νέας ανατροπής για μια καινούργια πορεία, για μια ισχυρή κοινωνία με θεσμούς και πολιτικές σταθερότητας, ανάπτυξης και σοσιαλιστικής προοπτικής.

Ο τόπος και ο Λαός έχει ανάγκη μιας καινούργιας αρχής. Μιας καινούργιας πολιτικής, κινηματικής συμμαχίας, μιας δύναμης που βασισμένη στις ανάγκες της Κοινωνίας και ενεργοποιώντας τις δυνάμεις της, με ενεργοποίηση της συμμετοχής και της συναπόφασης, την κοινή δράση και την ένταξη, σε μια πορεία και έναν αγώνα αναδημιουργίας και κυβερνητικής προοπτικής.

Ας σταματήσουμε την επανάληψη των λαθών.
Οι βιασύνη να ξαναδούμε ένα καλλίτερο μέλλον, να νιώσουμε σίγουροι για το αύριο, να ξαναφτιάξουμε ένα ελπιδοφόρο κόσμο που θα εγγυάται το παρόν και θα διασφαλίζει την ύπαρξη του αύριο, δεν θα την δούμε μέσα από την εναλλαγή στην Κυβερνητική εξουσία του ΠΑΣΟΚ.
Εκτός αν το ΠΑΣΟΚ κάνει χαρακίρι στο παλιό και πρόσφατο παρελθόν του. Εκτός αν το ΠΑΣΟΚ απαλλαγεί από Πάγκαλους και κάθε λογής εκσυγχρονιστές και νεοφιλελεύθερους που κατατρώγουν τις σάρκες του. Αν συμβούν πράγματα που θα μπορούσαν να ξανασυναντηθούν τα ρεύματα της Αριστεράς και όχι οι σέκτες της, σε μια προοπτική΄δημιουργίας ενός πόλου που θα μπορούσε η πλειοψηφία του Λαού να βρει το νόημα την συμμετοχής, του αγώνα, της ρήξης, της οργάνωσης και θεσμικής θωράκισης των Κοινωνιών που συνθέτουν την Εθνική Κοινωνία.

Σε μια τέτοια πορεία, για μια τέτοια ανάγκη, οφείλουμε να δράσουμε συνεκτικά, με κάθε συντροφικότητα και χωρίς δολοπλοκίες, χωρίς παλινδρομήσεις, χωρίς ιδιοτέλεια και μικρομεγαλισμούς.

Στο μόνο που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει ως χείρα βοηθείας, είναι το ΚΚΕ, που στην ανάγκη αυτοεξυπηρέτησης και περιφρούρηση της ύπαρξής του, διολισθαίνει καθημερινά σε πιο Σταλινικές δράσεις και αντιλήψεις.

10 06 2009
vangelis konstantinou

Ο ΣΥΡΙΖΑ στον αστερισμό την καθόδου.

ΟΤΑΝ Η ΒΑΣΙΚΗ πολιτική πλατφόρμα του λόγου και του έργου στον ΣΥΡΙΖΑ, απηχεί τις αγκυλώσεις και τις στρεβλώσεις του Αριστερού Ρεύματος , άλλα και ορισμένων σεχταριστικών συνιστωσών, όταν εν ονόματι της δημοκρατικής διαδικασίας αποκεφαλίζεται ο Παπαδημούλης για να πάρει την θέση του το Αριστερό Ρεύμα, όταν κάθε τι που δεν εντάσσεται στην μεγάλη ιδέα της της «Μίας Αριστερά με του ΚΚΕ» και κανέναν άλλον, που θεωρείται το λιγότερο ύποπτος, όταν η νεολαία γυρίζει την πλάτη στον ΣΥΡΙΖΑ και τρέχει στις παραλίες, τότε το σχεδόν 5% που απέχει χιλιόμετρα από το στόχο των τριών βουλευτών στο Ευρωκοινοβούλιο και τον Τρίτο Πόλο, φαντάζει σωσίβιο για τον Τσίπρα και τα «Ρεύματα» που τον στηρίζουν.

ΟΤΑΝ Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ολοκληρώνεται σε ένα κόμμα, σε μια Πολιτική Παράταξη που έχει καταστατικό και διαδικασίες, που δεν μπορεί να έχει Πρόεδρο, Εκτελεστική Γραμματεία, όργανα και οργανώσεις, αλλά και μέλη ισότιμα μεταξύ τους και όχι τον ΣΥΝ να επικρέμαται των αποφάσεων και της δράσης του, τότε πάλι καλά να λες που δεν πέσαμε και παρακάτω.

ΟΤΑΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΑ ένα σημαντικό πλήθος πολιτών αποφασίζει να δείξει τον δρόμο και να εμπιστευτεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια τους ανάγκη, να επικρατήσει το Σοσιαλιστικό ρεύμα στην Κοινωνία ως μέσο ανάπτυξης, Πολιτικού Λόγου, Κοινωνικής ανασυγκρότησης, Εργασιακής και οικονομικής αναδιάρθρωσης, ως μέσον που θα δημιουργούσε ένα μέτωπο Σοσιαλιστικών και Σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, που θα υποχρέωνε το ΠΑΣΟΚ στην αναζήτηση της Αριστερής του Συνείδησης, τότε επικράτησαν τα …. Ρεύματα – Συνιστώσες και η Κομμουνιστική συνείδηση, για να πάρουν τα μυαλά αέρα και ο Βερμπαλισμός να αποτελεί την επωδό της κάθε άρνησης για μια τέτοια προοπτική.

ΟΤΑΝ Η ΚΙΝΗΣΗ ΑΛΑΒΑΝΟΥ να υποδείξει από την μια, την ανωριμότητα του Τσίπρα ως Πολιτικός Αρχηγός, άλλα από την άλλη να του επιτρέψει τον τελευταίο λόγο στην κεντρική προεκλογική ομιλία, μια ανωριμότητα που δεν αντιστοιχίζεται με το επίπεδο Παπανδρέου, Καραμανλή, Παππαρήγα και Καρατζαφέρη σε ένα ντιμπέι, τότε το δαχτυλίδι της διαδοχής του στον ΣΥΝ, ήταν …. μπρούντζινο.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ στέλνει την νεολαία στην παραλία, γιατί η αποχή κατά κύριο λόγο επιβαρύνει τον ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να αναρωτηθούμε το γιατί.

Γιατί στείλαμε την νεολαία στις παραλίες.

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΕΙΣΑΜΕ, γιατί δεν ήμασταν αυθεντικοί, γιατί φάνηκαν οι ασχήμιες μας κυρίως εντός του ΣΥΝ με τα αποφασίζουμε και διατάσσουμε του Αριστερού Ρεύματος, γιατί τα συντροφικά μαχαιρώματα έδωσαν και πήραν, γιατί δεν εγγυόμαστε ένα σίγουρο μέλλον ούτε και ένα σταθερό παρόν, γιατί, γιατί, γιατί….

ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ, παρ’ ότι είναι βάσιμη και υπαρκτή, ότι σε περιόδους έντονης οικονομικής κρίσης, μισαλλόδοξα συνθήματα των φασιστικών κομμάτων έχουν περισσότερη απήχηση στις μάζες από όποια συνθήματα ή θέσεις προβάλει η Αριστερά.
ΓΙΑΤΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ στις περιόδους «ευφορίας» περιόδους ανάτασης των κινημάτων δεν έχει λόγο πολιτικής εμπιστοσύνης και αποδοχής που να εγγυάται μια σίγουρη οδό επικοινωνίας και εμπιστοσύνης με τις κοινωνίες που εκφράζει ή που πρέπει να εκφράσει.

Επειδή υπάρχουν πολλά » όταν» και πολλά «γιατί» , οφείλουμε το λιγότερο να αναθεωρήσουμε τον λόγο και την πολιτική μας στάση.
Οφείλουμε να συζητήσουμε όλες τις πιθανές αιτίες του εκλογικού αποτελέσματος και ίσως χρειάζεται αναθεώρηση δεδομένων και αδιαπραγμάτευτων θέσεων.

Χρειαζόμαστε ένα έκτακτο Συνέδριο που θα επαναπροσδιορίσει την οργανωτική αυτοτέλεια, την Πολιτική και Ιδεολογική ταυτότητα, τα μέσα και την μεθοδολογία, τον στρατηγικό στόχο και την καθημερινή μας δράση.

15 06 2009
vangelis konstantinou

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ, ΔΕΝ ΕΛΗΦΘΗ;
Προδιαγεγραμμένο Έγκλημα ή Τιμωρία του παρόντος ή του παρελθόντος, μέλει να εξελιχθεί η στάση της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος, στην επιλογή του να παραμείνει βαθιά ανταγωνιστικό προς τον Περισσό, ώστε να μην απολέσει το πλεονέκτημα ( κατ’ εμε μειονέκτημα) σχετικά με τις επιλογές τους και την «ανεξάρτητη» πορεία κόντρα στις αποφάσεις της ΚΕ του ΚΚΕ .

Είναι φανερό, ότι ως ρεύμα μέσα στο ΚΚΕ δεν μπόρεσαν να πείσουν για την ορθότητα της ερμηνείας της σημερινής πραγματικότητας και επομένως στην βαθιά αλλαγή των προταγμάτων και της φιλοσοφίας του, σε σχέση με ό,τι παλαιολιθικό και ξύλινο συνεχίζει να εμψυχώνει τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ.

Είναι επίσης φανερό, ότι προσεγγίζονται τα πράγματα μέσα από την σκοπιά της απόδειξης ότι ήταν αλάνθαστη ή αλήθεια τους και επομένως πρέπει να αποδείξουν με κάθε τίμημα το αλάνθαστο των πράξεών τους, ώστε να αναγνωριστούν ως μια «ευκαιρία» που πήγε χαμένη, ως ένα ακόμα «λάθος» της ηγεσίας του ΚΚΕ.

Γι’ αυτό και η πολιτική τους είναι σύμφυτος με τις διεργασίες στον ΣΥΡΙΖΑ, διεργασίες συνεταιριστικής γκρούπας, που όμως όσο πλησιάζει προς τον λόγο και τα προτάγματα αλλά και την φιλοσοφία ΚΚΕ, το Αριστερό Ρεύμα, τόσο θα χάνει και ο ΣΥΝ αλλά και θα αυτοδιαλύεται ο ΣΥΡΙΖΑ.

Οι Γκρούπες που επί της ουσίας αποτελούν το αποτέλεσμα της «διάσπασης του ατόμου», ποτέ δεν δέχθηκα την ορθότητα των αντιλήψεων, του λόγου και της φιλοσοφίας του ΚΚΕ, ποτέ δεν αναγνώρισαν της Μαρξιστική – Λενινιστική του προσήλωση, ούτε την βάση της πολιτικής του δράσης.
Επομένως, όσο το Αριστερό Ρεύμα παραπλέει του ΚΚΕ με συγκλίνουσα συμπεριφορά τόσο θα χάνει και από τις «Κομμουνιστικές» συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα κουτοπόνηρα συνταυτίζεται μαζί τους, αλλά και απο τις άλλες που έχουν αντίθετη φιλοσοφική ιδρυτική βάση.

Δεν είναι τυχαία η κριτική που ασκήθηκε για την δεύτερη του Ευρωψηφοδελτίου, και των θέσεων της ( Θέσεων της Συνιστώσας από την οποία προέρχεται) όταν η αστεία δικαιολογία Αλαβάνου, χαρακτήριζε ή καλλίτερα αποκάλυπτε την διγλωσσία και ταυτόχρονα την ατολμία της ηγεσίας του ΣΥΝ.

Το ζήτημα όμως, είναι πως ο Λαός, που επένδυσε στον ΣΥΡΙΖΑ, που επένδυσε ιδεολογικά και πολιτικά σε μια διαφορετική Αριστερά, ή την έκανε στις παραλίες ή το χειρότερο επανεντάχθηκε στον δικομματισμό.

Αυτό το χρεώνεται η ηγεσία του ΣΥΝ, αυτό το χρεώνεται το Αριστερό Ρεύμα.
Κάθε τοποθέτηση του στυλ : «Η αναφορά του Φ. Κουβέλη στην κοινωνική Αριστερά μου θύμισε όταν κάποτε η Μαρία Δαμανάκη είχε πει ότι εγώ δίνω αναφορά όχι στο κόμμα αλλά στους ψηφοφόρους μας…», όσο προβοκατόρικη κι αν είναι, το μόνο που κάνει είναι να τονίζει με πολλαπλούς τρόπους ότι το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ είναι προδιαγεγραμμένο.
Προδιαγεγραμμένο, είτε ως συνειδητό έγκλημα, είτε ως τιμωρία.

Αν το Αριστερό Ρεύμα προσπαθεί δια της τεθλασμένης να επανενταχθεί ως ισότιμος εταίρος στην παλιά του βάση για την δημιουργία της «μεγάλης Αριστεράς», εμμένοντας στην ορθότητα των επιλογών του και επιθυμώντας την αναγνώρισή του από τον Περισσό, εμείς οι υπόλοιποι, εμείς που συνταχθήκαμε ως μια μηχανική ή πολιτική δρώσα δύναμη εκτόξευσης των δημοσκοπικών ποσοστών αποδοχής και που σκιαγραφήσαμε μια προοπτική Τρίτου Πόλου, εμείς δεν φταίμε σε τίποτα να πληρώνουμε με αυτόν τον επαίσχυντο τρόπο τις επιλογές Τσίπρα – Αλαβάνου και των συν αυτών. ( Ενταγμένων και δήθεν ανένταχτων)

Η ήττα στις Ευρωεκλογές, είναι ήττα Τσίπρα – Αλαβάνου, είναι ήττα Αριστερού Ρεύματος, είναι ήττα γκρουπαρισμένων μοναδικών κομμουνιστικών συνειδήσεων και πολιτικής ερμηνευτικής ορθότητας του Μαρξισμού – Λενινισμού, αλλά εξελίχθηκε και σε ήττα ενός κομματιού του Λαού που είδε να γκρεμίζεται το όνειρο πριν ακόμη αρχίσει να κτίζεται.

Αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική, αν εμείνετε στην ίδια φιλοσοφία αντιλήψεων, αν σας ικανοποιεί ο ωκεανός του μικρόκοσμου σας, τότε στις Βουλευτικές εκλογές μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ θα ψάχνει μέχρι τελευταία στιγμή να δει αν θα ξαναδεί τα βουλευτικά έδρανα.

Προφανώς μπαίνει ζήτημα Συνεδρίου για συναπόφαση πάνω στην Πολιτική και Ιδεολογική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ, στα ζητήματα συνεργασιών και στρατηγικών συμμαχιών.
Προφανώς μπαίνει ζήτημα Συνεδρίου και για τον ΣΥΝ.
Προφανώς κάθε ανένταχτος Αριστερός που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ έχει και λόγο αλλά και στον λόγο του υπάρχει αντίλογος.

Τον αντίλογο ψάχνω, αλλά και το σεβασμό προς τον Λόγο, από την Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ.

22 06 2009
vangelis konstantinou

Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΛΑΒΑΝΟΥ, ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ.

Αλαβάνος : «υποβάλλω την παραίτησή μου από βουλευτής και πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ»

Ο συντονιστής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Θεωνάς ανέφερε επί λέξει ότι «ο πρόεδρος στη σημερινή συνεδρίαση της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε τις εκτιμήσεις του για το εκλογικό αποτέλεσμα και εξέφρασε την πρόθεσή του να παραιτηθεί από το βουλευτικό αξίωμα. Με ομόφωνη απόφαση των παρόντων μελών της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ (έλειπαν οι εκπρόσωποι του ΣΥΝ), δεν έγινε αποδεκτή η παραίτηση του Αλέκου Αλαβάνου και η παρούσα συζήτηση θα συνεχιστεί σε νέα συνεδρίαση τη Δευτέρα».

——*——-

Η επιλογή του Α Αλαβάνου να «εγκαταλείψει» το πλοίο πριν βρει στην ξέρα, ομολογεί τις λανθασμένες αλλά και υστερόβουλες πρόσφατες επιλογές του, όχι για το διαρχικό σύστημα στην ηγεσία του ΣΥΝ, αλλά της επιλογής του Προσώπου, που από τον ίδιο έγινε, χωρίς ποτέ να ερωτηθεί η τάση που ανήκει, το Αριστερό Ρεύμα. Ταυτόχρονα όμως προβάλλεται και ο προστατευτισμός προς το Πρόσωπο της επιλογής του, παρ’ ότι γνωρίζει πλέον ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του.

Σήμερα, μετά την διαχείριση της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης, ο Αλέκος καταλαβαίνει περισσότερο από το οποιοδήποτε πόσο λανθασμένη ήταν η επιλογή του αλλά και το πόσο κακό έκανε και στον ΣΥΝ αλλά και στην Τάση από την οποία προέρχεται.

Το δαχτυλίδι διαδοχής έχει ένα ρίσκο και το αποτέλεσμα βεβαιώνει το κόστος των προσωποπαγών και υστερόβουλων επιλογών.

Ο Αλαβάνος θεωρούσε φαίνεται, πως ο Τσίπρας αφ’ ενός ήταν του χεριού του και απολύτως από αυτόν εξαρτώμενος και αφ’ εταίρου, μπορούσε να ελέγχει το Αριστερό Ρεύμα, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ να διαιωνίζει ένα προστατευτισμό, από τον κίνδυνο «αλλοίωσης» του εξ αιτίας της δράσης και της πολιτικής των «αντιπάλων» τους, της Ανανεωτικής Πτέρυγας του ΣΥΝ.

Οι Λαφαζάνης και Δραγασάκης, της ίδιας Τάσης, απλά δεν ήταν διαχειρίσιμοι και επομένως βρίσκοντας εκτός οπτικού πεδίου Αλαβάνου για την «αρχηγία» στο ΣΥΝ και το Αριστερό Ρεύμα.

Αυτή η επιλογή του και το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής του, φάνηκε στην εκπαραθύρωση του Παπαδημούλη από την πρώτη θέση στην βάση της «Δημοκρατικής διαδικασίας» εκλογής από όλα τα μέλη του ΣΥΝ στην συγκρότηση του ψηφοδελτίου.

Μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, τρομοκρατήθηκε από το αποτέλεσμα της κοντόφθαλμης και υστερόβουλης επιλογής του, τόσο για τον Τσίπρα και για την συμπεριφορά του Αριστερού Ρεύματος όσο και για τον κίνδυνο διαφθοράς της εξουσίας, που δημιουργεί σύμφυτες δράσεις στην οικοδόμηση μιας πολυκατοικίας με ένα διαμέρισμα και πολλά υπόγεια.

Οι Ευρωεκλογές αποτελούν και ειδικά το αποτέλεσμα, μια μοναδική ευκαιρία, να ξανασυζητηθεί τόσο το μέλλον ( αν υπάρχει) του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και να αποσαφηνισθεί ο όρος -πολιτικός, οικονομικός, κοινωνικός- της Αριστεράς.

Γιατί άλλο εννοεί ο Θεωνάς, Αριστερά, άλλο εννοούν Αριστερά οι Σοσιαλιστές, άλλο ο Τσίπρας και το Αριστερό Ρεύμα, άλλο ο Μπανιάς, άλλο ο κάθε ανένταχτος, άλλο η Ανανεωτική Πτέρυγα του ΣΥΝ.

Ενώ λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, ο Αλαβάνος παίρνει το πρώτο αεροπλάνο και την κάνει. Αποποιείται των ευθυνών του, αποποιείται των πράξεών του για το σημερινό αποτέλεσμα και της εκλογικής πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΝ, δεν συζητά ούτε δρομολογεί αυτοβούλως διαδικασία συζήτησης, αλλά παραιτείτε από όλα και όλους, προφανώς πιστεύοντας πως οι ευθύνες άλλους θα αγγίξουν.

Ουσιαστικά δεν αντέχει την κριτική επί των πρωτοβουλιών, των πράξεών και των επιλογών του και αυτό που τον φοβίζει περισσότερο είναι ο Καθρέπτης του!

8 09 2009
vangelis konstantinou

Η ΘΕΣΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ, ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ 4Η ΟΚΤΩΒΡΗ

( Το τέλος είναι άδοξο……)

Μάλλον γέρασε ο χρόνος και έκλεισε ο κύκλος μιας περιόδου πειραματισμού και προσπάθειας επανένωσης της Αριστεράς, εκείνης της Αριστεράς που «χαμήλωσε» τον πήχη των δογματισμών, ώστε να συνευρεθούν ρεύματα και τάσεις που εμφανίστηκαν διαχρονικά , ως απότοκος των διασπάσεων και της «καθαρότητας» του παραδοσιακού ΚΚΕ.
Αλλά έκλεισε ίσως και ο κύκλος ζωής ενός σχηματισμού που δεν δημιουργήθηκε ως ανάγκη επανα-οικοδόμησης της Αριστεράς, αλλά ως μια επιθετική προσπάθεια «εκπαραθύρωσης» του ΠΑΣΟΚ από την «Αριστερή» όχθη και τον αποσταυλισμό του απο τα άλλα κόμματα της Αριστεράς, που το ένα είχε πολλά να καταγγείλει το άλλο, ως δήθεν Αριστερό ή δήθεν Κομμουνιστικό ( μιλώ για τον πρώτο Συνασπισμό).
Επειδή όμως οι προθέσεις δεν υπήρξαν αγνές και επίκουρες της ανάγκης η Αριστερά να συγκροτήσει μια ενιαία δύναμη οργάνωσης και εκπροσώπησης των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων σε σχέση με την Κρατική και Καπιταλιστική εξουσία, αλλά μια προσπάθεια εκδίκησης προς το ΠΑΣΟΚ και τον ιδρυτή του, Α. Παπανδρέου, φαίνεται σήμερα πως η ιστορία εκδικείται τους «εκδικούμενους».
Σήμερα που πλέον είναι βεβαιότερο από κάθε άλλη φορά, πως ένας νέος Παπανδρέου στις 4 Οκτώβρη χρίζεται Πρωθυπουργός, τα σχήματα και τα προσχήματα διαλύονται ή ξεκινούν την πορεία αυτοδιάλυσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τέλεψε, και όχι τώρα, αλλά από την περίοδο που το δαχτυλίδι διαδοχής από τον Αλαβάνο πέρασε στον Τσίπρα και η εξουσία επί του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του Συνασπισμού παράμεινε «δέσμια» του «Αριστερού Ρεύματος».
Ο Σταλινισμός και ο μεγαλοϊδεατισμός του Αριστερού Ρεύματος που αποτέλεσε την «συνείδηση» του Λόγου και της Απόφασης όλων των συνιστωσών στον ΣΥΡΙΖΑ ως ένας βερμπαλιστικός ανταγωνισμός μεταξύ τους, που αρνιόνταν αλλά και σήμερα που αρνείται, την οποιαδήποτε ευθύνη μιας προγραμματικής σύγκλισης συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ, οδήγησε μοιραία και στην ήττα στις Ευρωεκλογές αλλά επιβεβαιώνει και την διαλυτική κατάσταση που έχει περιέλθει το Σχήμα, και που η 4η Οκτώβρη θα βάλει την ταφόπλακα της πάνω σ’ αυτό.
Το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια ο Συνασπισμός δεν κατάφερε να αποβάλει τον γκρουπαδόρικο εαυτό του και την συνείδηση ενός πολιτικού λόγου που εντάσσεται στην σφαίρα της γκρούπας.
Για τον λόγο αυτό, και επέβαλε την αρχή της ανισοβαρούς συμμετοχής και εξουσίας στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και αποδέχθηκε την λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ ως μια συνισταμένη γκρουπαδόρικων σχημάτων, όπου η αυτονομία του ενός «σχήματος» ( τάση) πατούσε πάνω στην αυτονομία του άλλου.
Κανείς Αριστερός δεν αρνείται την αρχή της «συλλογικής ηγεσίας» ή της «συναρχίας», αλλά αρνείται να πραγματοποιείται αυτό κάτω από την ανάγκη σαθρών επιχειρημάτων και πρόσκαιρης συγκατοίκησης που η βάση της απόφασης είναι να αποφύγουν το λουκετάρισμα του «μαγαζιού».
Με τούτα και με τα άλλα, ο δικομματισμός καλά κρατεί και μας έχει απομείνει το ΚΚΕ να βερμπαλίζει γύρω από την εργατική τάξη , τα πλατιά λαϊκά στρώματα, την αντεπίθεση και άλλα τινά και ευτράπελα.
Βέβαια ούτε η εργατική τάξη, ούτε τα πλατιά λαϊκά στρώματα, ούτε τα δικαιώματα μας είναι ευτράπελα.
Ευτράπελη είναι η Αριστερά, αυτή η «Αριστερά» που την έχει δει «γνήσιος εκφραστής και αυθεντικός εκπρόσωπος» αλλά και αυθεντικός δυνάστης των δικαιωμάτων του Λαού αλλά και ανταγωνιστής της Οργανωμένης Κοινωνίας.
Σε ότι αφορά τον όρο, Οργανωμένη Κοινωνία, έχω ξαναγράψει αρκετές φορές.
Σε μια οργανωμένη Κοινωνία, ο ρόλος των κομμάτων είναι ανύπαρκτος. Το ίδιο και η ανάγκη τους. Αλλά τότε θα πρέπει να ανατραπούν τα παλαιολιθικά δόγματα που ορίζουν το κόμμα ως την ανώτερη μορφή οργάνωσης και συλλογικής έκφρασης της κοινωνίας.
Αυτός είναι ένας προνομιακός χώρος για την Αριστερά που όμως προϋποθέτει και το μαράζωμα της όσο η κοινωνία θα οργανώνεται και θα καταλαμβάνει κομμάτια εξουσίας και αυτοδιάθεσης

Αφήστε απάντηση στον/στην vangelis konstantinou Ακύρωση απάντησης